Τι σημαίνει το encourager στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης encourager στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encourager στο Γαλλικά.
Η λέξη encourager στο Γαλλικά σημαίνει ενθαρρύνω, παροτρύνω, εμψυχώνομαι, ενθαρρύνω, δίνω κίνητρο σε κπ/κτ, βοηθώ, συμπαραστέκομαι, συντρέχω, υποστηρίζω, ζητωκραυγάζω, ενθαρρύνω με φωνές, προτρέπω, παρακινώ, υποκινώ, ενθαρρύνω, προτρέπω, παροτρύνω, στηρίζω, ενισχύω, ενθάρρυνση, υποθάλπω, εμψυχώνω, ενθαρρύνω, υποθάλπω, αναπτύσσω, ενισχύω, ανεβάζω, τσιγκλάω, μεγαλώνω, επιστρατεύω, ενθαρρύνω, ευνοώ, ενθαρρύνω, εμψυχώνω, κάνω τη χάρη, προωθώ, επευφημώ, επιδοκιμάζω, ξεσηκώνω, ενθαρρύνω, υποστηρικτικός, υποστηρίζω, προκαλώ, υποδαυλίζω, ενθαρρύνω κπ να κάνει κτ, ωθώ κπ σε κτ, δίνω έναυσμα σε κπ να κάνει κτ, ενθαρρυντικός, παρακινητικός, ωθώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώ, κάνω κπ να κάνει κτ, ωθώ, δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης encourager
ενθαρρύνω, παροτρύνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Διέκρινα το ταλέντο της και την προέτρεψα (or: παρακίνησα) ν' ασχοληθεί με το θέατρο. |
εμψυχώνομαιverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le discours de l'entraîneur les encouragea (or: les enhardit). Πήραν τα πάνω τους από τον λόγο του προπονητή τους. |
ενθαρρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δίνω κίνητρο σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βοηθώ, συμπαραστέκομαι, συντρέχωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary encourage toujours ses élèves. |
υποστηρίζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il encourage toujours l'outsider. |
ζητωκραυγάζω, ενθαρρύνω με φωνέςverbe transitif (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous allons au match pour encourager l'équipe. Πάμε στον αγώνα για να ζητωκραυγάσουμε υπέρ της ομάδας. |
προτρέπω, παρακινώ, υποκινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les fans acclamaient leur équipe préférée, l'encourageant ainsi. |
ενθαρρύνω, προτρέπω, παροτρύνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στηρίζω, ενισχύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le soutien de la population locale encourageait l'homme politique. Η υποστήριξη της κοινότητας ενίσχυσε τον πολιτικό. |
ενθάρρυνση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Τα καλά ήταν μεγάλη ενθάρρυνση. |
υποθάλπωverbe transitif (une action illégale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμψυχώνω, ενθαρρύνωverbe transitif (μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υποθάλπωverbe transitif (un criminel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναπτύσσω, ενισχύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ville a soutenu son système scolaire, qui a aujourd'hui les meilleurs élèves de l'État. Η πόλη ενίσχυσε το εκπαιδευτικό της σύστημα και τώρα έχει τους καλύτερους μαθητές της πολιτείας. |
ανεβάζω(ηθικό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι επευφημίες του κοινού ανέβασαν το ηθικό της ομάδας. |
τσιγκλάωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les amis de Mike ont dû l'encourager plusieurs fois à postuler pour un nouvel emploi. Οι φίλοι του Μάικ έπρεπε να τον τσιγκλήσουν μερικές φορές για να τον ωθήσουν να κάνει αίτηση για καινούρια δουλειά. |
μεγαλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fais bien attention de ne pas encourager sa jalousie. |
επιστρατεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Même dans la défaite, l’entraîneur n'a jamais cessé de nous motiver. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να επιστρατεύσουμε αρκετή υποστήριξη για να περάσουμε το νομοσχέδιο. |
ενθαρρύνω, ευνοώverbe transitif (faciliter) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'idée était de promouvoir (or: d'encourager) leurs relations afin qu'elles s'améliorent. Ο στόχος ήταν να ενθαρρυνθούν (or: ευνοηθούν) καλύτερες σχέσεις μεταξύ τους. |
ενθαρρύνω, εμψυχώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω τη χάρη(positif) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'étais sûr que l'inviter au restaurant lui ferait plaisir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Απλά θέλει την προσοχή σου. Μην της κάνεις τη χάρη. |
προωθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les officiels essaient de promouvoir (or: encourager) l'utilisation des ceintures de sécurité. Οι αξιωματούχοι προσπαθούν να προωθήσουν τη χρήση της ζώνης ασφαλείας. |
επευφημώ, επιδοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les supporters ont acclamé (or: applaudi) leur équipe. Οι οπαδοί ζητωκραύγασαν για την ομάδα τους. |
ξεσηκώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le but des sermons est d'encourager la congrégation. |
ενθαρρύνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est important d'encourager votre enfant à devenir plus indépendant. Είναι σημαντικό να καλλιεργεί κανείς το αίσθημα της ανεξαρτησίας στα παιδιά του. |
υποστηρικτικόςverbe transitif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
υποστηρίζω(Sports) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il soutient (or: Il encourage) les Yankees. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Γιάννης είναι ΑΕΚ. |
προκαλώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le juge donna aux émeutiers des peines plus légères qu'aux meneurs qui les y avaient poussés. |
υποδαυλίζωverbe transitif (λόγιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'organisation a été accusée d'alimenter (or: d'attiser) la haine nationale. Ο οργανισμός κατηγορήθηκε ότι καλλιεργεί το εθνικό μίσος. |
ενθαρρύνω κπ να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le professeur les a encouragés à discuter du livre en classe. |
ωθώ κπ σε κτlocution verbale |
δίνω έναυσμα σε κπ να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le film encouragea les étudiants à poser des questions. |
ενθαρρυντικός, παρακινητικός(source, facteur) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ωθώ, προτρέπω, παροτρύνω, παρακινώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κπ να κάνει κτ(à la haine, prudence...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ωθώ(κάποιον στο να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On a diagnostiqué un cancer à Harvey, ce qui a incité (or: poussé) sa famille à faire un don pour la société américaine contre le cancer. |
δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le désir de rendre ses parents fiers d'elle est ce qui la pousse à réussir. Η επιθυμία να κάνει τους γονείς της περήφανους είναι αυτό που της δίνει κίνητρο για να πετύχει. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encourager στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του encourager
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.