Τι σημαίνει το escapar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης escapar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escapar στο πορτογαλικά.
Η λέξη escapar στο πορτογαλικά σημαίνει δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω, αποφεύγω, ξεφεύγω από κτ/κπ, ξεφεύγω, διαρρέω, ξεθωριάζω, μου διαφεύγει, ξεφεύγω, δραπετεύω, την κάνω, την κοπανάω, πετάω μακριά, ξεφεύγω, φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω, δραπετεύω, την κάνω, την κοπανάω, το σκάω, απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου, ξεφεύγω, ξεφεύγω, απελευθερώνομαι από κτ, αποφεύγω να κάνω κτ, κινούμαι αθόρυβα, βγαίνω, διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγω, φεύγω κρυφά, μου ξεφεύγει κτ, γίνομαι καπνός, το σκάω, το σκάω, το βάζω στα πόδια, την κάνω, την κοπανάω, δραπετεύω, ξεφεύγω, γλυτώνω, γλιτώνω, ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ, αρπάζω, δραπετεύω, αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ, γλυστρώ μέσα από, φεύγω βιαστικά, την κάνω, το σκάω, διαφεύγω, φεύγω, ξεγλιστρώ από κτ, περνάω, περνώ, ελευθερώνω, απελευθερώνω, ξεφεύγω από, διαφεύγω από, αποφεύγω, αφήνω, εγκαταλείπω, μπερδεύω, στο τσακ, γλιτώνω παρά τρίχα, φεύγω στα κρυφά, αποκαλύπτω, μαρτυράω, ξεγλιστρώ από κτ, τρέπομαι σε φυγή, τη γλυτώνω με κτ, φεύγω με κτ, την γλυτώνω, την βγάζω καθαρή, αποφεύγω, αρνούμαι, χάνω, απορρέω, τρέχω, στάζω, ξεγλιστρώ από κτ, φεύγω για, ξεφεύγω από κτ, ξεγλιστράω, διαρρέω, ξεφεύγω από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης escapar
δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω(fugir) (από κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O prisoneiro escapou dos carcereiros. Ο κρατούμενος δραπέτευσε (or:ξέφυγε) από τους δεσμοφύλακές του. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O fugitivo escapou de ser preso. Ο δραπέτης απέφυγε τη σύλληψη. |
ξεφεύγω από κτ/κπ
Os refugiados cruzaram a fronteira para escapar da guerra. Οι πρόσφυγες πέρασαν τα σύνορα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο. |
ξεφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O criminoso escapou pouco antes da chegada da polícia. Ο εγκληματίας ξέφυγε λίγο πριν φτάσει η αστυνομία. |
διαρρέω(vazar) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os vapores escaparam para a atmosfera. Οι καπνοί διέρρευσαν στην ατμόσφαιρα. |
ξεθωριάζω(memória) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A lembrança de seu rosto escapou com o passar do tempo. Η ανάμνηση του προσώπου της ξεθώριασε με το πέρασμα του χρόνου. |
μου διαφεύγειverbo transitivo (esquecer) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lembro-me do rosto, mas o nome dele me escapou. Τον ξέρω εξ όψεως, αλλά το όνομά του μου διαφεύγει. |
ξεφεύγωverbo transitivo (sair irrefletidamente) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Um palavrão escapou de seus lábios. Μια βρισιά ξέφυγε από τα χείλη της. |
δραπετεύω(φεύγω κρυφά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Os prisioneiros escaparam. Οι φυλακισμένοι την κοπάνησαν (or: έγιναν καπνός). |
την κάνω, την κοπανάω(αργκό, μτφ: φεύγω) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πετάω μακριά
|
ξεφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu quase fui assaltado, mas consegui escapar. Σχεδόν με λήστεψαν, αλλά κατάφερα να ξεφύγω. |
φεύγω διακριτικά/κρυφά, ξεγλυστράω(ir embora discretamente, escapar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δραπετεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
την κάνω, την κοπανάω(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Os criminosos abandonaram o veículo deles e escaparam a pé. Οι εγκληματίες εγκατέλειψαν το όχημά τους και το έσκασαν πεζοί. |
το σκάω(καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απελευθερώνομαι από κπ, απελευθερώνομαι από τα δεσμά κάποιου(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξεφεύγω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Eu trabalhei até tarde a semana inteira e preciso escapar esse final de semana. Δούλευα μέχρι αργά όλη την εβδομάδα και έχω ανάγκη να ξεφύγω αυτό το σαββατοκύριακο. |
ξεφεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απελευθερώνομαι από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Os dois condenados puderam finalmente escapar do trabalho forçado. Οι δύο κατάδικοι κατάφεραν επιτέλους να ξεφύγουν από την ομάδα των αλυσοδεμένων κρατουμένων. |
αποφεύγω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele sempre tenta escapar de conversar com meus pais. |
κινούμαι αθόρυβα(gíria, figurado) Mark escapou da reunião mais cedo. O ladrão escapou pela viela, junto aos muros. |
βγαίνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nós escapamos do prédio bem na hora que ele pegou fogo. Βγήκαμε τη στιγμή που το κτίριο θα έπαιρνε φωτιά. |
διαλανθάνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, διαφεύγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O assassino fugitivo escapou da polícia por meses. |
φεύγω κρυφά(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ela conseguiu escapar (or: fugir) da palestra sem que ninguém a visse. Κατάφερε να φύγει κρυφά από το μάθημα χωρίς να τη δει κανείς. |
μου ξεφεύγει κτ(figurado, informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eu não queria estragar a surpresa, mas escapou. Δεν ήθελα να χαλάσω την έκπληξη, απλά μου ξέφυγε. |
γίνομαι καπνός(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
το σκάωverbo transitivo (καθομ: από κάπου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O condenado escapou da cadeia. Οι κατάδικοι απέδρασαν από τη φυλακή. |
το σκάω, το βάζω στα πόδια(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vi o intruso fugir assim que ele ouviu o alarme. Είδα τον εισβολέα να το σκάει, αμέσως μόλις άκουσε τον συναγερμό. |
την κάνω, την κοπανάω(partir, fugir) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δραπετεύω, ξεφεύγω, γλυτώνω, γλιτώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele fugiu antes que a polícia pudesse capturá-lo. As pessoas fugiram do leão que escapou do zoológico. Ξέφυγε πριν μπορέσει να τον συλλάβει η αστυνομία. Οι άνθρωποι γλίτωσαν (or: ξέφυγαν) από το λιοντάρι που δραπέτευσε από τον ζωολογικό κήπο. |
ξεγλιστράω, ξεγλιστρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αρπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δραπετεύω(fugir, escapar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποδρώ από κτ, δραπετεύω από κτ
O prisioneiro fugiu da cadeia cavando um túnel. Ο κρατούμενος δραπέτευσε από τη φυλακή σκάβοντας ένα τούνελ. |
γλυστρώ μέσα από(passar facilmente por) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φεύγω βιαστικά
Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια πριν φτάσει η αστυνομία. |
την κάνω, το σκάω(informal) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαφεύγωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O suspeito evadiu a polícia por três dias. |
φεύγω(figurativo: fugir na surdina) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεγλιστρώ από κτverbo transitivo (ανεπίσημο, μεταφορικά) |
περνάω, περνώ(tempo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O tempo passa rápido quando você tem filhos. |
ελευθερώνω, απελευθερώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os amigos do criminoso o libertaram da prisão. Οι φίλοι του εγκληματία τον βοήθησαν να δραπετεύσει από τη φυλακή. |
ξεφεύγω από, διαφεύγω απόverbo transitivo (livrar-se) O bandido escapou da polícia quando entrou na floresta. Ο κακοποιός ξέφυγε (or: διέφυγε) από την αστυνομία όταν μπήκε στο δάσος. |
αποφεύγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ela escapou de seu compromisso e foi ao cinema. Απέφυγε (or: παράτησε) το ραντεβού της και αντ' αυτού πήγε στον κινηματογράφο. |
αφήνω, εγκαταλείπω(partir de repente: alguém) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο πατέρας της άφησε (or: εγκατέλειψε) την οικογένεια όταν ήταν μικρή. |
μπερδεύω(λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στο τσακexpressão (informal) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Αμάν! Στο τσακ τη γλιτώσαμε. Πίστευα πως θα ζητήσει να δει την ταυτότητά μου. |
γλιτώνω παρά τρίχαexpressão (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mary escapou por pouco quando um carro quase a atropelou. |
φεύγω στα κρυφά(informal) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ela esperou até ninguém estar olhando, então saiu de fininho em silêncio pela porta dos fundos. Περίμενε μέχρι που δεν κοίταζε κανείς και ξεγλίστρησε αθόρυβα από την πίσω πόρτα. |
αποκαλύπτω, μαρτυράωexpressão verbal (figurado, revelar algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John tentou seu melhor para não deixar escapar nada da festa surpresa de Jane. Eu estava desapontado, mas não deixei escapar. Ήμουν ταραγμένος, αλλά δεν το έδειξα. |
ξεγλιστρώ από κτ(μτφ: αποφεύγω) Ως συνήθως, ο Σάιμον κατάφερε να γλιτώσει την πρωινή σύσκεψη. |
τρέπομαι σε φυγήverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τη γλυτώνω με κτ(figurado: escapar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φεύγω με κτexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Depois de arrombar a casa, o ladrão escapou de lá levando todas as minhas joias. |
την γλυτώνω, την βγάζω καθαρή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) O assassino se safou do seu crime abominável. |
αποφεύγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αρνούμαι, χάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Val simplesmente não podia deixar passar a oportunidade de passar o verão no sul da França. Η Βαλ απλά δεν μπορούσε να χάσει την ευκαιρία να περάσει το καλοκαίρι στη Νότια Γαλλία. |
απορρέω, τρέχω, στάζω(για υγρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεγλιστρώ από κτ(μτφ: αποφεύγω) Βλέπω ότι η Κάρεν πάλι γλίτωσε το πλύσιμο των πιάτων. |
φεύγω για(informal: partir para) |
ξεφεύγω από κτ
|
ξεγλιστράω(informal) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele saiu de fininho da reunião e foi para casa. Έφυγε κρυφά από την συνάντηση και πήγε σπίτι του. |
διαρρέω(μεταφορικά: από κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξεφεύγω από κπ
|
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escapar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του escapar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.