Τι σημαίνει το espresso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης espresso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του espresso στο Ιταλικό.
Η λέξη espresso στο Ιταλικό σημαίνει άμεσης παράδοσης, ταχεία, εξπρές, ταχεία, της ώρας, που εκφράζεται, που λέγεται, ηχηρός, εσπρέσσο, ταχεία, εσπρέσσο, εκφράζω, συμβολίζω, εκφράζω, εκδηλώνω, εκφράζω, εκφράζω, δείχνω, έκφραση, περιγράφω, διατυπώνω, εκφράζω, εκφράζω, σχηματίζω, διαμορφώνω, εκφράζω, εκφράζω με λόγια, εκφράζω με λέξεις, εκφράζω, διατυπώνω, εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω, λέω, εκφράζω, βγάζω, δηλώνω, διατυπώνω, εκφράζω, εξπρές, τυποποιημένος, άγραφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης espresso
άμεσης παράδοσηςaggettivo (consegne) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il corriere espresso la consegnerà domani mattina. |
ταχεία(treni, trasporti) (μόνο τρένο) L'espresso ci ha messo solo due ore per arrivare alla stazione. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το εξπρές κάνει δύο ώρες να φτάσει στην Αθήνα. |
εξπρέςsostantivo maschile (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Devi mandare il pacco per espresso. Πρέπει να στείλεις εκείνο το πακέτο εξπρές. |
ταχείαaggettivo (τρένα μόνο) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Se non vuoi fermarti ogni cinque isolati prendi il treno espresso per Manhattan. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είτε πάρεις τρένο, είτε λεωφορείο, θα σου πρότεινα να προτιμήσεις το εξπρές. |
της ώραςaggettivo (μεταφορικά: φαγητό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που εκφράζεται, που λέγεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le lamentele espresse suonano in un certo modo meschine. Τα παράπονα που λέγονται με κάποιο τρόπο ακούγονται μικροπρεπή. |
ηχηρός(γλωσσολογία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il "th" di "them" è una consonante sonora. |
εσπρέσσο
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Sarah ha comprato il caffè espresso al supermercato. |
ταχεία(τραίνο) |
εσπρέσσο
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εκφράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (λέω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha espresso la sua insoddisfazione per il progetto. Εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το έργο. |
συμβολίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'energia è espressa dal simbolo "e". Η ενέργεια συμβολίζεται με το γράμμα «e». |
εκφράζω, εκδηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alcuni esprimono la rabbia con la voce, altri con l'espressione del viso. Μερικοί άνθρωποι εκφράζουν (or: εκδηλώνουν) τον θυμό τους με τη φωνή τους, άλλοι με το πρόσωπό τους. |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per Katherine era difficile esprimere i propri sentimenti quando era stanca. Για την Κάθριν ήταν δύσκολο να εκφράσει τα συναισθήματά της όταν ήταν κουρασμένη. |
εκφράζω, δείχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il viso di Charlie esprimeva sorpresa. |
έκφραση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I suoi scritti erano espressione della sua creatività. Τα γραπτά του ήταν μια έκφραση της δημιουργικότητάς του. |
περιγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nella sua autobiografia ha esposto la storia della sua vita. Στην αυτοβιογραφία του περιγράφει την ιστορία της ζωής του. |
διατυπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cerca di esprimere i tuoi pensieri in modo che i bambini possano capirli. |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le tue idee sono buone ma penso che dovresti formularle meglio. Οι ιδέες σου είναι καλές, αλλά νομίζω πως θα μπορούσες να τις εκφράσεις καλύτερα. Ο Λάρυ εξέφρασε άσχημα τις σκέψεις του και ο Ντάνιελ προσβλήθηκε. |
εκφράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli studenti sono andati dal preside per esprimere le loro lamentele. Οι μαθητές πήγαν στον διευθυντή για να εκφράσουν τα παράπονά τους. |
σχηματίζω, διαμορφώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (giudizi, opinioni, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Leanne è sempre troppo veloce nel fare giudizi. Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα. |
εκφράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il senatore ha espresso la sua opposizione alla legislazione. |
εκφράζω με λόγια, εκφράζω με λέξεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκφράζω, διατυπώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκφράζω, μεταδίδω, μεταβιβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha provato ad esprimere il suo punto di vista, ma era talmente contorto che nessuno l'ha capito. Προσπάθησε να εκφράσει την άποψή του, ήταν όμως τόσο μπερδεμένη που κανένας δεν μπόρεσε να καταλάβει. |
λέω, εκφράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti esprimerlo con parole diverse in modo che non si arrabbi. Να το πεις (or: εκφράσεις) διαφορετικά για να μην αναστατωθεί. |
βγάζω(una sentenza) (απόφαση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La giuria ha pronunciato un verdetto di non colpevolezza. Ο δικαστής έβγαλε απόφαση πως δεν είναι ένοχος. |
δηλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo sposo ha dichiarato il suo amore per la sposa. Ο γαμπρός διακήρυξε την αγάπη του για τη νύφη. |
διατυπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il presidente ha enunciato la linea politica a chiare lettere. Ο πρόεδρος διατύπωσε την πολιτική με ξεκάθαρους όρους. |
εκφράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi formulare quel concetto in una luce più positiva? |
εξπρέςlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ti ho inviato il tuo regalo di compleanno con posta espresso. Έστειλα το δώρο των γενεθλίων σου εξπρές. |
τυποποιημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άγραφος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo un accordo implicito per cui dobbiamo evitare argomenti difficili. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του espresso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του espresso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.