Τι σημαίνει το estender-se στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estender-se στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estender-se στο πορτογαλικά.

Η λέξη estender-se στο πορτογαλικά σημαίνει απλώνομαι, συνεχίζομαι, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, εκτείνομαι σε κτ, φτάνω, φτάνω, φτάνω, αρκώ, κάνω να πιάσω, περνάω, εκτείνομαι, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, εκτείνομαι, εκτείνομαι, επεκτείνομαι, γεφυρώνω, εκτείνομαι, τεντώνομαι, εξαπλώνομαι, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, διευρύνομαι, ανοίγομαι, αναπτύσσω, αναλύω, τρέχω, τρώω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estender-se

απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A reunião estendeu-se até as sete da noite, e mesmo assim não se chegou a nenhum acordo.
Η σύσκεψη συνεχίστηκε μέχρι τις επτά το απόγευμα και ακόμα δεν είχαν καταλήξει σε κάποια συμφωνία.

απλώνομαι, εξαπλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A cidade se estendeu em todas as direções. O jardim se estendeu para fora da casa com árvores e camas de flores, terminando finalmente no rio.
Ο κήπος εκτεινόταν πέρα από το σπίτι, με δέντρα και με παρτέρια με λουλούδια, και τελικά κατέληγε στον ποταμό.

εκτείνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A sede dele por saber estendia-se da filosofia até a matemática.
Η δίψα του για μάθηση εκτείνεται από τη φιλοσοφία μέχρι και τα μαθηματικά.

εκτείνομαι σε κτ

verbo pronominal/reflexivo

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A nossa propriedade estende-se por todo o caminho até o rio.
Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι.

φτάνω

verbo pronominal/reflexivo (figurativo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minhas habilidades linguísticas não se estendem ao japonês.
Οι γλωσσικές μου δεξιότητες δεν φτάνουν μέχρι τα Ιαπωνικά.

φτάνω, αρκώ

verbo pronominal/reflexivo (figurativo) (για να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Temo que minhas habilidades de conversação em italiano não se estendam a negociação de preços de casas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Πέτρος ξέρει να μαγειρεύει, αλλά οι ικανότητες του δεν φτάνουν για να φτιάξει μουσακά.

κάνω να πιάσω

(para alcançar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele estendeu-se para o livro.
Τεντώθηκε για να πιάσει το βιβλίο.

περνάω

(percurso) (από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A autoestrada estende-se ao longo do vale.

εκτείνομαι, εξαπλώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As montanhas se estendem até o mar.

εκτείνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η γη μας εκτείνεται από το ποτάμι ως τον δρόμο.

εκτείνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As colinas com bosques se estendiam pelo rio.

εκτείνομαι, επεκτείνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As glicínias estenderam-se sobre a treliça.

γεφυρώνω

verbo pronominal/reflexivo (χορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O seu tempo de treinador estendeu-se por três gerações.

εκτείνομαι

verbo pronominal/reflexivo (de forma sinuosa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As colinas da Toscana estendem-se por quilômetros.

τεντώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O gato se espalha no cobertor como um leão ao sol.
Η γάτα τεντώνεται στην κουβέρτα όπως ένα λιοντάρι στον ήλιο.

εξαπλώνομαι, απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το δάσος εξαπλώθηκε (or: απλώθηκε) μέσα στην πεδιάδα.

εξαπλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A glicínia alastrou-se na frente da casa.

διευρύνομαι, ανοίγομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναπτύσσω, αναλύω

(falar bastante) (θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρέχω

verbo pronominal/reflexivo (ocupar área) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cabo estica-se entre as paredes.

τρώω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Τάνια έβλεπε ότι η δουλειά της θα της έτρωγε πάλι το σαββατοκύριακο.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estender-se στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.