Τι σημαίνει το facile στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης facile στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του facile στο Ιταλικό.

Η λέξη facile στο Ιταλικό σημαίνει ανώδυνος, εύκολος, εύκολος, που δε θέλει κόπο, ευκολάκι, εύκολο μάθημα, εύκολος, απλός, εύκολος, απλός, ελευθέρων ηθών, απλός, ανεπιτήδευτος, αβίαστος, απλός, ξεκάθαρος, εύκολος, ομαλός, εύκολος, εύκολος, ευκολονόητος, εύληπτος, εύκολος στην χρήση, περίπατος, προσιτός, με εύκολο να θυμάσαι τρόπο, εύκολος, άνετος, εύκολος, ξεκούραστος, φιλόδικος, τρωτός, πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός, πανεύκολος, δύσκολος, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, εύκολος στη χρήση, χωρίς κούμπωμα, όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα, χαλαρός, ξεκάθαρος, εύκολος στόχος, εύκολη νίκη, εύκολη λεία, εύκολο θύμα, εύκολος στόχος, εύκολη ζωή, κλημεντίνη, ομαλό ξεκίνημα, εύκολος στόχος, εύκολο, εύκολο θύμα, κάνω περίπατο, μου έρχονται όλα έυκολα, που είναι εύκολο να τον θυμάσαι, που είναι εύκολο να τον απομνημονεύσεις, ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα, εύκολος στόχος, εύκολος, ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα, διαβάζω με ευκολία, εύκολος στην περιποίηση, φιλικός, που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα, εκδιδόμενη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης facile

ανώδυνος

(figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Viaggiare in un altro paese è un modo facile di imparare un'altra lingua.

εύκολος

aggettivo (disinibito) (καθομ: χαλαρής ηθικής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si mormorava che fosse una donna facile.
Υπήρχαν φήμες ότι ήταν εύκολη.

εύκολος

aggettivo (όχι δύσκολος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Correggere la pronuncia è stato un compito facile.
Η διόρθωση των ορθογραφικών λαθών ήταν εύκολη υπόθεση.

που δε θέλει κόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Preparare una torta con un mix preconfezionato è facile.

ευκολάκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εύκολο μάθημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jim era impegnato con lo sport,quindi ha deciso di seguire dei corsi facili questo semestre.
Ο Τζιμ ήταν τόσο απασχολημένος με τα σπορ που αποφάσισε αυτό το τρίμηνο να πάρει κάμποσα εύκολα μαθήματα.

εύκολος, απλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il colloquio fu un compito facile per Helen perché conosceva già l'intervistatore.

εύκολος, απλός

(facile, senza problemi)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελευθέρων ηθών

(λόγιος, καθομιλουμένη)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Le persone chiamavano la giovane dissoluta ma, per quello che la riguardava, si stava solamente godendo la vita.
Ο κόσμος αποκαλούσε τη νεαρή κοπέλα «ελευθέρων ηθών», αλλά εκείνη θεωρούσε ότι απλά περνάει καλά.

απλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I primi capitoli sono facili e hanno l'intenzione di incoraggiare i principianti.
Τα πρώτα κεφάλαια είναι απλά και έχουν σκοπό να ενθαρρύνουν τους αρχάριους.

ανεπιτήδευτος, αβίαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απλός, ξεκάθαρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beh, il lavoro sembra semplice, non credo che avrò dei problemi.
Λοιπόν, η δουλειά φαίνεται απλή. Δεν νομίζω ότι θα έχω προβλήματα.

εύκολος, ομαλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La vita non è mai un percorso totalmente spianato.
Κανενός η διαδρομή στη ζωή δεν είναι τελείως εύκολη (or: ομαλή).

εύκολος

(καθομ, μειωτικό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Stai lontano da lei, dicono tutti che sia una donna dissoluta.
Μείνε μακριά της - όλοι λένε ότι είναι εξώλης και προώλης.

εύκολος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo dato al nuovo impiegato un lavoro facile come primo incarico.

ευκολονόητος, εύληπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dovresti essere in grado di capire questo software intuitivo.

εύκολος στην χρήση

(informatica)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non ho mai visto un computer più user-friendly di questo.

περίπατος

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Con buona probabilità, le elezioni saranno una passeggiata per il partito al governo.

προσιτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La macchina da stampa ha reso i libri accessibili al grande pubblico.
Το τυπογραφικό πιεστήριο έκανε τα βιβλία προσιτά στο γενικό κοινό.

με εύκολο να θυμάσαι τρόπο

(θυμάμαι εύκολα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εύκολος

aggettivo (di persona) (μεταφορικά: άνθρωπος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'è chi lo ritiene una persona difficile, ma per me è facile da affrontare.

άνετος, εύκολος, ξεκούραστος

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Eddie vuole un lavoro facile facile che gli permetta di giocare a golf ogni pomeriggio.

φιλόδικος

locuzione aggettivale (informale: di persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρωτός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις

aggettivo (δύσκολο στην εφαρμογή)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Perdere peso è più facile a dirsi che a farsi.

εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Usa i grafici per mostrare grandi quantità di informazioni in modi che siano facili da capire.

πανεύκολος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Imparare a fare i pop-corn a casa è facile come l'ABC.

δύσκολος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εύκολος στη χρήση

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo telefono cellulare di facile utilizzo è progettato appositamente per le persone anziane.

χωρίς κούμπωμα

locuzione aggettivale (κατά περίπτωση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όλα είναι εύκολα, τα πράγματα είναι πιο εύκολα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dopo aver pagato tutti i debiti, avevamo una vita facile.

χαλαρός

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ξεκάθαρος

(investigazione)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È un caso facile da risolvere di brutalità da parte della polizia.

εύκολος στόχος

sostantivo maschile (figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Era una signora anziana che viveva da sola: un bersaglio facile per il truffatore.

εύκολη νίκη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La patita di calcio di oggi è stata una vittoria facile per la squadra di casa.

εύκολη λεία, εύκολο θύμα, εύκολος στόχος

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εύκολη ζωή

(figurato)

κλημεντίνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ομαλό ξεκίνημα

sostantivo femminile

εύκολος στόχος

sostantivo maschile

εύκολο

sostantivo femminile

Molti rispondono subito alle domande più facili, ovvero la parte più semplice, del quiz.

εύκολο θύμα

κάνω περίπατο

(colloquiale) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μου έρχονται όλα έυκολα

verbo intransitivo (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si ritiene che le persone ricche di famiglia abbiano una vita più facile.
Ο κόσμος πιστεύει πως όλα έρχονται εύκολα σε όσους έχουν γεννηθεί πλούσιοι.

που είναι εύκολο να τον θυμάσαι, που είναι εύκολο να τον απομνημονεύσεις

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi pare che quel mezzo mnemonico non sia per nulla facile da ricordare.
Δεν βρίσκω ότι ο συγκεκριμένος μνημονικός κανόνας σου μένει εύκολα.

ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα

verbo intransitivo (για χρήματα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εύκολος στόχος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La nave che si muoveva lentamente era un bersaglio facile da colpire.

εύκολος

sostantivo femminile (informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ρούχο ή παπούτσι χωρίς κούμπωμα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διαβάζω με ευκολία

avverbio

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È un libro semplice e di facile lettura pensato apposta per gli studenti stranieri.

εύκολος στην περιποίηση

locuzione aggettivale (μαλλιά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il balsamo mi rende i capelli facili da pettinare.
Το κοντίσιονερ κάνει τα μαλλιά μου πιο εύκολα στην περιποίηση.

φιλικός

(μεταφορικά: στο χρήστη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non è un videogioco molto intuitivo per gli adulti; mio figlio ci gioca senza problemi, ma io non ci capisco niente!
Αυτό το ηλεκτρονικό παιχνίδι δεν είναι πολύ φιλικό προς τους ενήλικες. Ο γιος μου μπορεί και το παίζει αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω πως λειτουργεί!

που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα

locuzione aggettivale (tessuto)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκδιδόμενη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του facile στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του facile

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.