Τι σημαίνει το fielding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fielding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fielding στο Αγγλικά.

Η λέξη fielding στο Αγγλικά σημαίνει ανάπτυξη, εγκατάσταση, χωράφι, γήπεδο, λιβάδι, τομέας, που δουλεύει στο πεδίο, που εργάζεται εξωτερικά, γήπεδο, πεδίο μάχης, του χωραφιού, από το χωράφι, εργάτης φάρμας, εργάτρια φάρμας, τομέας, όλοι οι συμμετέχοντες, όλες οι συμμετέχουσες, πεδίο, πεδίο μάχης, άμυνα, άουτφιλντ, έκταση, φόντο, πεδίο, πεδίο, παίζω, πιάνω, κατεβάζω, έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω, παρατάσσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fielding

ανάπτυξη, εγκατάσταση

noun (military: deployment) (στρατός: δύναμης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χωράφι

noun (agriculture: land) (γεωργία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She saw a field full of corn.
Είδε ένα χωράφι γεμάτο καλαμπόκια.

γήπεδο

noun (sports: ground)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The players ran out onto the rugby field.
Οι παίκτες έτρεξαν στο γήπεδο του ράγκμπυ.

λιβάδι

noun (grassy area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dogs played in the field beside the house.
Τα σκυλιά έπαιζαν στον αγρό δίπλα στο σπίτι.

τομέας

noun (area of expertise)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
She's an expert in her field.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτό το αντικείμενο δεν βρίσκεται στο πεδίο γνώσεων μου.

που δουλεύει στο πεδίο, που εργάζεται εξωτερικά

adjective (working outside office)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She's one of our field agents.
Είναι μια από τους εκπροσώπους μας που εργάζονται εξωτερικά.

γήπεδο

adjective (sports: non-track)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I prefer field events to track events.

πεδίο μάχης

adjective (military: combat)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
He's just finished several weeks of field operations.

του χωραφιού, από το χωράφι

adjective (US (agriculture: field grown)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They harvested a crop of field hay.

εργάτης φάρμας, εργάτρια φάρμας

adjective (farm labour)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He's a field hand and works at the farm.

τομέας

noun (area: profession, study, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The field of applied linguistics has always interested me.

όλοι οι συμμετέχοντες, όλες οι συμμετέχουσες

noun (figurative (sports: all participants)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She reached the finishing line well ahead of the field.

πεδίο

noun (geology: terrain) (γεωλογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
There's an oil field ten miles west of here.

πεδίο μάχης

noun (military: combat) (επίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
He was always with his troops in the field.

άμυνα

noun (baseball: team not at bat)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The Red Sox bat while the Yankees play in the field.

άουτφιλντ

noun (baseball: outfield)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Bernie Williams plays center field for the champions.

έκταση

noun (figurative (expanse)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A field of snow lay round about.

φόντο

noun (background surface)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
She painted a tree against a field of blue.

πεδίο

noun (magnetism)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It produces a strong magnetic field.

πεδίο

noun (computing: slot for data)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Required fields are marked with an asterisk.

παίζω

intransitive verb (baseball, cricket)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The home team is currently fielding.

πιάνω

transitive verb (baseball, cricket: catch)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He fielded the ball with dexterity.

κατεβάζω

transitive verb (sports: put into play) (σε αγώνα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They fielded a very competent team.
Κατέβασαν μια ιδιαίτερα ικανή ομάδα.

έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω

transitive verb (figurative (deal with: questions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The candidate fielded a number of questions from the reporters.

παρατάσσω

transitive verb (military: deploy) (τοποθετώ σε σωστή θέση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The UN has fielded troops in Sierra Leone.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fielding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του fielding

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.