Τι σημαίνει το file στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης file στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του file στο Γαλλικά.

Η λέξη file στο Γαλλικά σημαίνει ουρά, λωρίδα, σειρά, γραμμή, ουρά, στριφτός, γυριστός, μποτιλιάρισμα, κυκλοφοριακή κίνηση, άντε!, πηγαίνω βολίδα, τρέχω, κινούμαι γρήγορα, τρέχω, την κάνω, την κοπανάω, προχωρώ γρήγορα, φεύγω βιαστικά, φεύγω, προσπερνάω, παρέρχομαι, την κάνω, του δίνω, την κάνω, την κοπανάω, φεύγω βιαστικά, φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα, το σκάω, πετάω, πετώ, την κάνω, φεύγω, περνάω γρήγορα, περνάω, περνώ γρήγορα, σκίζω, σκίζομαι, γνέθω, κλώθω, γνέθω, γνέθω, ακολουθώ τα ίχνη, υφαίνω ιστό, πετάγομαι, πετάγομαι, χάνω πόντους, τρέχω, φεύγω γρήγορα, περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα, το σκάω, περνάω, περνώ, τρέχω, τρέχω, τρέχω, ακολουθώ, ξετυλίγω, φεύγω ξαφνικά, φέρνω, φεύγω, φεύγω, παρακολουθώ στενά, κινούμαι γρήγορα, κινούμαι γρήγορα, ακολουθώ, παρακολουθώ, την κάνω, την κάνω με ελαφρά, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, τρέχω, το σκάω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω, φεύγω, φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα, φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα, πετάγομαι, τρέχω, την κάνω, του δίνω, στέκομαι στην ουρά, στέκομαι στη σειρά, ουρά, τρύπα, τρύπα, εφ'ενός ζυγού, συσσίτιο, εφ'ενός ζυγού, πολυεστερική κλωστή, ουρά εκτύπωσης, διπλοπαρκάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης file

ουρά

(personnes)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y avait de longues files d'attente aux caisses du supermarché.
Είχε μεγάλη ουρά στα ταμεία του σούπερ μάρκετ.

λωρίδα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kyle a été arrêté par la police pour n'avoir pas mis son clignotant en changeant de voie.
Τον Κάιλ τον σταμάτησε η αστυνομία γιατί δε χρησιμοποίησε το φλας όταν άλλαζε λωρίδες.

σειρά, γραμμή

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Veuillez marcher en file pour des raisons de sécurité.

ουρά

nom féminin (de véhicules)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il y avait une longue file de voitures qui attendaient d'embarquer sur le ferry.

στριφτός, γυριστός

adjectif (ίνες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Les fils tissés sont enroulés sur des bobines.
Οι κλωστές που έχουν γνεστεί τυλίγονται σε καρούλια.

μποτιλιάρισμα

(trafic)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jeff est arrivé avec trois heures de retard au travail après avoir été bloqué dans les bouchons (or: dans les embouteillages).
Ο Τζεφ άργησε να πάει στη δουλειά επειδή είχε κολλήσει στην κίνηση για τρεις ώρες.

κυκλοφοριακή κίνηση

(trafic)

άντε!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Allez, dehors, les enfants ! Il est temps que vous rentriez chez vous.
Άντε, παιδάκια! Ήρθε η ώρα να πάτε σπίτι σας!

πηγαίνω βολίδα

verbe intransitif

Les voitures filaient sur la route.
Αυτοκίνητα κατέβαιναν βολίδα τον δρόμο.

τρέχω

(familier) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tu vas être en retard à l'école, alors file !

κινούμαι γρήγορα

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τρέχω

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

την κάνω, την κοπανάω

(familier) (αργκό, μτφ: φεύγω)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προχωρώ γρήγορα

verbe intransitif (aller vite)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φεύγω βιαστικά

(familier)

φεύγω

verbe intransitif (familier : partir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προσπερνάω, παρέρχομαι

(temps)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

την κάνω, του δίνω

verbe intransitif (familier : partir)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il faut que je file avant que les magasins ferment.

την κάνω, την κοπανάω

verbe intransitif (familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les criminels ont abandonné leur véhicule et ont filé à pied.
Οι εγκληματίες εγκατέλειψαν το όχημά τους και το έσκασαν πεζοί.

φεύγω βιαστικά

verbe intransitif (fam)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Désolé, je dois filer, j'ai un train à prendre.

φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα

verbe intransitif (familier : partir)

το σκάω

verbe intransitif (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πετάω, πετώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les heures filent quand je suis avec toi.
Οι ώρες πετούν όταν είμαι μαζί σου.

την κάνω

verbe intransitif (familier : partir) (αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω

verbe intransitif (familier : partir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il faut qu'on file si on ne veut pas rater notre vol.

περνάω γρήγορα

verbe intransitif (familier : temps) (ώρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les heures filent quand je suis avec toi.

περνάω

verbe intransitif (figuré, familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il me semble que les années ont filé trop vite, et que je suis tout à coup devenu vieux.

περνώ γρήγορα

verbe intransitif (temps : passer vite)

J'essayais de terminer l'examen, mais le temps filait.
Προσπαθούσε να τελειώσω το διαγώνισμα, αλλά η ώρα απλά περνούσε γρήγορα.

σκίζω

verbe transitif (un collant)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai filé mes collants en essayant d'escalader la barrière.
Έσκισα το καλσόν μου προσπαθώντας να σκαρφαλώσω πάνω από τον φράκτη.

σκίζομαι

verbe intransitif (collant)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mes collants étaient si fins qu'ils ont filé au bout de 10 minutes.
Το καλσόν μου ήταν τόσο λεπτό που σκίστηκε δέκα λεπτά αφού το φόρεσα.

γνέθω

verbe transitif (Textile)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les tisserands filent les fibres, puis fabriquent des vêtements.
Οι υφαντές γνέθουν ίνες για να γίνουν νήμα κι έπειτα φτιάχνουν ύφασμα.

κλώθω, γνέθω

verbe transitif (Textile)

γνέθω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'ouvrier textile savait filer rapidement.
Ο εργάτης της κλωστοϋφαντουργίας ήξερε να γνέθει γρήγορα.

ακολουθώ τα ίχνη

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υφαίνω ιστό

verbe intransitif (araignée)

L'araignée file avec habilité.
Η αράχνη υφαίνει τον ιστό της με μαεστρία.

πετάγομαι

verbe intransitif (familier) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Andy reviendra sous peu ; il a dû filer pour passer un coup de fil.
Ο Άντυ θα επιστρέψει σε ένα λεπτό. Πετάχτηκε να κάνει ένα γρήγορο τηλεφώνημα.

πετάγομαι

verbe intransitif (familier) (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il n'y a plus de lait ; je vais filer en racheter.
Δεν έχουμε γάλα. Θα πεταχτώ να μας φέρω λίγο.

χάνω πόντους

verbe intransitif (bas, collants)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mes bas commencent à filer.

τρέχω

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il fila lorsqu'il se souvint de son rendez-vous.

φεύγω γρήγορα

verbe intransitif (familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis désolé de vous laisser, mais je dois filer.
Λυπάμαι που σε αφήνω, αλλά πρέπει να βιαστώ.

περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα

(temps)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le temps file quand on s'amuse.

το σκάω

(un peu familier) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a filé dès que ses parents sont arrivés.
Μόλις έφτασαν οι γονείς της, την κοπάνησε.

περνάω, περνώ

(temps)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Une fois qu'on a des enfants, les années filent.

τρέχω

verbe intransitif (familier : aller vite)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La voiture filait sur la route.

τρέχω

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La petite grand-mère fila vers son jeu de cartes.

τρέχω

verbe intransitif (familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ακολουθώ

verbe transitif (suivre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils l'ont filé jusque chez lui.

ξετυλίγω

verbe transitif (Nautique : une écoute,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φεύγω ξαφνικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Partir au milieu d'une conversation est quelque chose qu'il fait tout le temps.
Να φεύγει ξαφνικά στο μέσο μιας συζήτησης είναι κάτι που κάνει όλη την ώρα.

φέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παρακολουθώ στενά

L'espion suivit (or: fila) le responsable pour savoir avec qui il travaillait.
Ο κατάσκοπος έγινε η σκιά του αξιωματούχου, για να ανακαλύψει με ποιον συνεργαζόταν.

κινούμαι γρήγορα

Il glissa, fonçant tête la première dans un réverbère.

κινούμαι γρήγορα

verbe intransitif (familier)

ακολουθώ, παρακολουθώ

(suivre) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le détective fila (or : pista) le suspect.

την κάνω, την κάνω με ελαφρά, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια

(populaire) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les enfants se précipitèrent de l'autre côté de l'aire de jeu.
Τα παιδιά έτρεχαν πέρα δώθε στην παιδική χαρά.

το σκάω, τη σκαπουλάρω, την κοπανάω

(familier) (ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il se fait tard, je vais y aller.
Είναι αργά και ήρθε η ώρα να φύγω.

φεύγω/απομακρύνομαι γρήγορα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω βιαστικά, φεύγω γρήγορα

Les voleurs sont partis précipitamment quand ils ont entendu l'alarme sonner.
Οι ληστές το έβαλαν στα πόδια όταν άκουσαν το συναγερμό.

πετάγομαι

verbe intransitif (καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Peux-tu filer chez John pour lui donner cette carte ?
Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα;

τρέχω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le petit garçon se hâta pour suivre son frère.

την κάνω, του δίνω

(familier : partir) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On se casse, il faut qu'on soit là-bas dans vingt minutes.

στέκομαι στην ουρά, στέκομαι στη σειρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le jour des soldes, des gens faisaient déjà la queue devant la boutique à cinq heures du matin.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η προσέλευση των καλεσμένων στον γάμο ήταν τόσο μεγάλη που τα αυτοκίνητα σχημάτιζαν ουρά έξω από την εκκλησία.

ουρά

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai bien peur que votre document soit le dernier dans la file d'attente.
Φοβάμαι πως το έγγραφό σας είναι τελευταίο στην ουρά εκτύπωσης.

τρύπα

(collants : mailles défaites)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai fait une échelle à mon collant !
Έχει φύγει ένας πόντος στο καλσόν μου.

τρύπα

(collants : mailles défaites) (καλσόν)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les collants de Stacy avaient une échelle.

εφ'ενός ζυγού

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les randonneurs marchent en file sur le sentier étroit.

συσσίτιο

nom féminin (équivalent)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εφ'ενός ζυγού

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πολυεστερική κλωστή

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ουρά εκτύπωσης

(Informatique)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διπλοπαρκάρω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του file στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του file

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.