Τι σημαίνει το garantir στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης garantir στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του garantir στο πορτογαλικά.
Η λέξη garantir στο πορτογαλικά σημαίνει εγγυώμαι, εγγυώμαι, εγγυώμαι, δίνω εγγύηση, παρέχω εγγύηση, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι, διασφαλίζω, εξασφαλίζω, επιβεβαιώνω, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι, εξασφαλίζω, υπογράφω, εγγυώμαι, εξασφαλίζω, εγγυώμαι, υπόσχομαι να κάνω κτ, εγγυώμαι, ασφαλίζω, εξασφαλίζω κτ σε κπ, βλέπω, εξασφαλίζω, εγγυώμαι, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης garantir
εγγυώμαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A nova lei garante refeições escolares gratuitas para todas as crianças abaixo de cinco anos. Ο νέος νόμος εγγυάται δωρεάν σχολικά γεύματα για όλα τα παιδιά κάτω των πέντε. |
εγγυώμαιverbo transitivo (σε κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγγυώμαιverbo transitivo (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O depósito garante a você uma vaga no curso. Η προκαταβολή σου εγγυάται μια θέση στο μάθημα. |
δίνω εγγύηση, παρέχω εγγύησηverbo transitivo (produto) (για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A loja garantiu o telefone por um ano. Το κατάστημα έδωσε εγγύηση για το τηλέφωνο για ένα χρόνο. |
διαβεβαιώνω(κπ, κπ ότι/πως) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) O guia de turismo garantiu ao grupo que eles poderiam ver baleias do bote. Ο ξεναγός διαβεβαίωσε το γκρουπ πως θα μπορούσαν να δουν τις φάλαινες από το πλοίο. |
επιβεβαιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Νομίζω το δείπνο είναι στις έξι, αλλά θα πάρω τη Μέρη για να το επιβεβαιώσω. |
βεβαιώνομαι, σιγουρεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως είχα πάρει ότι χρειαζόμουν, έριξα όμως μια τελευταία ματιά στη λίστα μου για να βεβαιωθώ. |
διασφαλίζω, εξασφαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O contrato garante o perdão da dívida em caso de morte. Το συμβόλαιο διασφαλίζει τη διαγραφή του χρέους σε περίπτωση θανάτου. |
επιβεβαιώνω, σιγουρεύομαι, βεβαιώνομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η δασκάλα μέτρησε κεφάλια για να επιβεβαιώσει ότι όλοι οι μαθητές της ήταν παρόντες. |
εξασφαλίζωverbo transitivo (assegurar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπογράφωverbo transitivo (μτφ: κπ/κτ εγγυάται κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγγυώμαι(κτ ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξασφαλίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Você deve evitar tomar café de noite para assegurar uma boa noite de sono. |
εγγυώμαιverbo transitivo (κτ ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπόσχομαι να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lorde Alderton prometeu deixar os jovens em casa em segurança depois do baile. |
εγγυώμαι(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ασφαλίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξασφαλίζω κτ σε κπverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Seu jeito alegre garantiu a ela calorosas boas-vindas na nossa casa. |
βλέπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele olhou em volta para ver que ninguém estava presente. |
εξασφαλίζωverbo transitivo (finanças) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εγγυώμαιverbo transitivo (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina garantiu que a loja ainda estaria aberta. Η Τίνα εγγυήθηκε πως το μαγαζί θα ήταν ακόμη ανοικτό. |
διαβεβαιώνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vivian garantiu que o cachorro dela não era culpado pela bagunça. Η Βίβιαν διαβεβαίωσε ότι ο σκύλος της δεν ευθυνόταν για την ακαταστασία. |
διαβεβαιώνωexpressão verbal (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marcus tentou garantir à Liz que o carro era confiável, mas ela não acreditou nele. Ο Μάρκους προσπάθησε να διαβεβαιώσει την Λιζ για την αξιοπιστία του αυτοκινήτου, αλλά εκείνη δεν τον πίστεψε. |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του garantir στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του garantir
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.