Τι σημαίνει το girar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης girar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του girar στο ισπανικά.

Η λέξη girar στο ισπανικά σημαίνει γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω, στρίβω, στρίβω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, γυρίζω από την άλλη, περιστρέφομαι, γυρίζω, στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω, γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω, παραμορφώνω, αλλάζω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, αλλάζω ρότα, αλλάζω κατεύθυνση, περιστρέφομαι, περιστρέφω, στριφογυρίζω, στρίβω, ταλαντεύω, στρίβω, στέλνω, στρίβω, στίβω, περιστρέφομαι, περιστρέφομαι, γυρνάω το καρούλι, γυρίζω, στριφογυρίζω, στρέφω, περιστρέφω, στρέφω, περιστρέφω, στροβιλίζομαι, περιστρέφομαι, στρίβω, περιστρέφομαι, στραμπουλάω, στραμπουλώ, στροβιλίζω, εισέρχομαι στην κυκλοφοριακή ροή, περιστρέφω, στρίβω, στρίβω σε κτ, κάνω, είμαι σε τροχιά γύρω από τη γη, στρίβω απότομα, στραβοτιμονιάζω, έμβασμα, κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση, κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφή, στρίβω αριστερά, στρίβω δεξιά, περιστρέφομαι γύρω από κτ, βγαίνω, ξεφεύγω, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, γλιστράω, ντεραπάρω, στριφογυρίζω, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, περιστρέφομαι γρήγορα, περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ, περιστρέφομαι γύρω από κτ, βασίζομαι σε κτ, εξαρτώμαι από κτ, περιστρέφομαι γύρω από κτ, κάνω μεταβολή, περιστρέφομαι γύρω από κτ, στρέφομαι γύρω από κτ, γυρίζω, στρίβω, γυρνώ απότομα, στρίψε αριστέρα, σούβλα, στρίβω, γυρίζω γρήγορα, γυρνάω τη μανιβέλα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης girar

γυρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La cabeza del hombre giró.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν γυρίσεις από την άλλη θα δεις το μαγαζί που σου έλεγα.

γυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es sorprendente cómo el mundo sigue girando.

γυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los discos de vinilo giran sobre la tornamesa.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Καθώς ο δίσκος άρχισε να γυρίζει στο πικάπ, μουσική γέμισε το δωμάτιο.

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Al llegar al final de la cuadra, gira a la izquierda.
Στο τέλος του τετραγώνου, στρίψε αριστερά.

στρίβω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos dirigiremos hacia el norte después de virar (or: girar).

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El volante gira cuando el motor está en marcha.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι τροχοί του αυτοκινήτου στριφογύριζαν σαν δαιμονισμένοι.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El brazo de la grúa giró para recoger su carga.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las ruedas de la bicicleta giraban más y más deprisa mientras Dan descendía a toda velocidad por la colina.
Οι ρόδες του ποδηλάτου γυρνούσαν ολοένα και πιο γρήγορα καθώς ο Νταν κατέβαινε με ταχύτητα τον λόφο.

στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω

(ανάλογα το είδος της κίνησης)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Las aspas del molino de viento giraban lentamente con la brisa.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"RPM" se refiere a la velocidad en la que los discos giran en la bandeja.

γυρίζω από την άλλη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιστρέφομαι, γυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El bebé miró el trompo girar y se rió. Cada uno de los hermosos caballos pintados apareció al girar el carrusel.
Το μωρό έβλεπε την κορυφή να γυρνάει και γελούσε.

στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Giró la cabeza para ver si alguien lo estaba siguiendo.

γυρίζω, στρίβω, περιστρέφω

(AmL)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enciendes esta luz girando de la manija.

παραμορφώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El diseñador gráfico giró la imagen con un programa de computadora.

αλλάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los ojos de Edward giraban mientras intentaba inspeccionar las cuatro esquinas de la habitación al mismo tiempo.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El disco gira a 33 revoluciones por minuto.

αλλάζω ρότα, αλλάζω κατεύθυνση

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hizo girar el velero bruscamente para evitar colisionar con la roca.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Por que uno se marea cuando gira rápidamente?

περιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gira la rueda tan rápido como puedas.
Γύρνα τον τροχό όσο πιο γρήγορα μπορείς.

στριφογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La cabeza de Tom giró hacia la puerta.

ταλαντεύω

La tripulación giró el mástil para preparar la partida.

στρίβω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan giró la tapa del frasco para abrirlo.
Ο Νταν έστριψε το καπάκι του βάζου για να το ανοίξει.

στέλνω

(χρήματα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes girarme doscientos dólares para antes del próximo martes?
Μπορείς να μου στείλεις δύο χιλιάδες δολάρια μέχρι την Τρίτη;

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Viaja una milla río abajo hasta que llegues a un lugar donde el río gira.

στίβω

verbo intransitivo (πλυντήριο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιστρέφομαι

(dar vueltas sobre un eje, como un tornillo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El escenario gira para mostrar un segundo decorado.

περιστρέφομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La veleta giró en el viento.

γυρνάω το καρούλι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γυρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

στριφογυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El hombre giraba el sombrero con las manos ansiosamente.

στρέφω, περιστρέφω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Belinda giró el brazo de la grúa en posición.

στρέφω, περιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry agarró a Rick del brazo y lo giró hacia la casa.

στροβιλίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La falda de la bailarina se arremolinaba con sus movimientos.
Η φούστα της χορεύτριας ανέμιζε ενώ αυτή κουνιόταν.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La luz del sol se mueve alrededor de la Tierra mientras esta rota.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στο ηλιακό σύστημα, οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο.

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La carretera doblaba alrededor de las montañas.
Ο δρόμος ελισσόταν μέσα στα βουνά.

περιστρέφομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La Tierra gira sobre su eje.

στραμπουλάω, στραμπουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frank se torció el tobillo jugando al fútbol.

στροβιλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El viento arremolinaba las hojas secas.

εισέρχομαι στην κυκλοφοριακή ροή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da vuelta el pollo una vez mientras lo cocines.

στρίβω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Este auto dobla tan mal que me pone nervioso.

στρίβω σε κτ

Al final de la calle, debes virar hacia la entrada de coches.
Στο τέλος του δρόμου στρίψε στο δρομάκι του σπιτιού.

κάνω

(MX)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tienes que cargarte a la izquierda en la bifurcación.
Πρέπει να κάνεις αριστερά στη διχάλα του δρόμου.

είμαι σε τροχιά γύρω από τη γη

locución verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Los satélites giran en órbita de la Tierra. La Luna gira en órbita de la Tierra.

στρίβω απότομα, στραβοτιμονιάζω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tuve que girar bruscamente a la derecha para no pegarle al perro.

έμβασμα

verbo transitivo

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοιτάζω αποδοκιμαστικά, κοιτάζω με αγανάκτηση

(en exasperación)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando escuché su último plan para hacerse rico desvié la mirada.

κάνω στροφή 180 μοιρών, κάνω επιτόπου στροφή

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Este vehículo puede girar en ángulo cerrado.

στρίβω αριστερά

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando veas la señal, gira a la izquierda.

στρίβω δεξιά

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando llegues al semáforo gira a la derecha por Buck Street.

περιστρέφομαι γύρω από κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγαίνω, ξεφεύγω

locución verbal (autos)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El coche giró bruscamente en el carril contrario y chocó con un camión.

περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Tierra gira alrededor del sol.
Η γη περιφέρεται γύρω από τον ήλιο.

γλιστράω, ντεραπάρω

locución verbal (figurado, coloquial) (οχήματα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tratar de dar la vuelta a alta velocidad cuando hay hielo puede provocar que el coche gire como un trompo.

στριφογυρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La vida de mi abuelo se centró en su familia.

περιστρέφομαι γρήγορα

locución verbal

περιστρέφομαι γύρω από κπ/κτ

(figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Edwin cree que el mundo gira alrededor de él.
Ο Έντγουιν θεωρεί ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από αυτόν.

περιστρέφομαι γύρω από κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La Tierra gira al rededor de su eje.
Η γη γυρίζει γύρω από τον άξονά της.

βασίζομαι σε κτ, εξαρτώμαι από κτ

El trato de negocios depende de asegurar un préstamo.
Η εμπορική συμφωνία βασίζεται στην εξασφάλιση δανείου.

περιστρέφομαι γύρω από κτ

(περιστροφή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Demasiado enfadada para pronunciar palabra, giró sobre sus talones y se marchó.

κάνω μεταβολή

περιστρέφομαι γύρω από κτ, στρέφομαι γύρω από κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El resultado de este proyecto gira alrededor de algunas tareas esenciales.

γυρίζω, στρίβω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienes que hacerlo girar en la dirección opuesta o nunca va a funcionar.
Πρέπει να το στρίψεις (or: γυρίσεις) προς την άλλη πλευρά, αλλιώς δεν θα πιάσει.

γυρνώ απότομα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρίψε αριστέρα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σούβλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

στρίβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando llegues al árbol, gira a la izquierda.

γυρίζω γρήγορα

locución verbal

γυρνάω τη μανιβέλα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El anciano gira la manivela en su órgano y el mono baila.
Ο γέρος γυρνάει τη μανιβέλα της λατέρνας και η μαϊμού του χορεύει.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του girar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.