Τι σημαίνει το knew στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης knew στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του knew στο Αγγλικά.
Η λέξη knew στο Αγγλικά σημαίνει ξέρω, ξέρω, ξέρω, γνωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, έχω στο μυαλό μου, ξέρω, ξέρω, γνωρίζω, γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος, γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμερος, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, όπως ήδη γνωρίζετε, όπως ξέρετε, όπως θα ξέρετε, όπως ίσως ξέρετε, πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβεις, μαθαίνω,γνωρίζω, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, ποιος ξέρει;, ενδεχομένως, εξοικειώνομαι, γνωρίζω, μαθαίνω, γνωρίζομαι καλύτερα, καλό αυτό, Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;, δεν ξέρω, δεν ξέρω, το ξέρω, ενήμερος,μιλημένος, ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα, έχω απάντηση για όλα, τα ξέρω όλα, γνωρίζω εκ των προτέρων, δεν τα κάνω αυτά, ξέρω ότι δεν πρέπει να, ξέρω απέξω, ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου, ξέρω πολύ καλά, ξέρω κτ στα σίγουρα, ξέρω με σιγουριά, ξέρω πολύ καλά, ξέρω να κάνω κτ, ξέρω, καταλαβαίνω ενστικτωδώς, δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν γνωρίζω, δεν ξέρω τίποτα, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτ, ξέρω πώς γίνεται κτ, ξέρω τι παίζει με κτ, ξέρω τα κατατόπια, ξέρω τι παίζει, ξέρω τι παίζεται, ξέρω τι θέλω, ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μου, είμαι πολύ καλός σε κτ, τεχνογνωσία, ξερόλας, ενημερώνω, ενημερώνω, πες μου να ξέρω, τεχνογνωσία, Έλα!, Τι ξέρεις εσύ;, ξέρεις, καταλαβαίνεις;, ξέρεις ποιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης knew
ξέρωtransitive verb (comprehend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I know the answer. Γνωρίζω την απάντηση. |
ξέρωtransitive verb (be aware of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Does he know that we've arrived? Γνωρίζει ότι ήρθαμε; |
ξέρω, γνωρίζωtransitive verb ([sb]: be acquainted with) (γνωριμία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do you know Julie? Γνωρίζεστε με την Τζούλι; |
ξεχωρίζω, διακρίνωtransitive verb (distinguish) (διακρίνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He doesn't know a flower from a weed. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει (or: διακρίνει) ένα λουλούδι από ένα αγριόχορτο. |
ξέρω, γνωρίζωintransitive verb (hold in mind as fact) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If you don't know, then we need to find someone who does. Αν δεν ξέρεις εσύ, πρέπει να βρούμε κάποιον που ξέρει. |
ξέρω, γνωρίζωintransitive verb (have information about) (έχουμε συναντηθεί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I know of him, but he's not really a friend. Τον έχω ακουστά, αλλά δεν είμαστε φίλοι. |
ξέρωtransitive verb (be conversant with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He knows football better than anyone. Ξέρει ποδόσφαιρο καλύτερα από τον καθένα. |
έχω στο μυαλό μουtransitive verb (perceive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I know her as a woman of integrity. Την έχω για ακέραιη προσωπικότητα. |
ξέρωtransitive verb (recognize) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I knew it was you as soon as I saw you. Ήξερα (or: Κατάλαβα) ότι ήσουν εσύ μόλις σε είδα. |
ξέρω, γνωρίζωtransitive verb (have fixed in one's mind) (παγιωμένη γνώση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She's only three but she knows the alphabet. Είναι μόνο τριών ετών, αλλά ξέρει (or: γνωρίζει) την αλφαβήτα. |
γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμεροςphrasal verb, transitive, inseparable (be aware of) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do you know about the recent policy changes? |
γνωρίζω, ξέρω, είμαι ενήμεροςphrasal verb, transitive, inseparable (be well informed about) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That professor really knows about European history. |
απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζωadverb (to my knowledge) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As far as I know, the bank approved the loan. The boss is in his office, as far as I know. Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω. |
όπως ήδη γνωρίζετε, όπως ξέρετεexpression (you are already aware) (σε πολλούς ή ευγενικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As you know, the building will be demolished on Saturday. Όπως ήδη γνωρίζετε, το κτίριο θα κατεδαφιστεί το Σάββατο. |
όπως θα ξέρετε, όπως ίσως ξέρετεexpression (you probably already know this) (σε πολλούς ή ευγενικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πριν να το καταλάβεις, πριν καλά καλά το καταλάβειςexpression (informal (rapidly, soon) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Christmas will be here before you know it. |
μαθαίνω,γνωρίζωverbal expression (grow familiar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You're not the woman I've come to know. You've changed. Δεν είσαι η γυναίκα που έμαθα (or: γνώρισα). Έχεις αλλάξει. |
απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζωexpression (possibly, even though I do not know) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I won't argue with you; for all I know, there may actually be little green men on Mars. |
ποιος ξέρει;expression (it is possible that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He might be married with three kids, for all you know. |
ενδεχομένωςadverb (dated (possibly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εξοικειώνομαι, γνωρίζω, μαθαίνωverbal expression (become familiar with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I need to get to know you before we start a business together. I would like to get to know you better. Πρέπει να σε μάθω (or: γνωρίσω) πριν ξεκινήσουμε μαζί μια επιχείρηση. Θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα. |
γνωρίζομαι καλύτεραverbal expression (become better acquainted) The two men got to know each other while they were both at college. |
καλό αυτόadjective (reassuring) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There are no sharks in this ocean. That's good to know! |
Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;expression (informal (I don't know.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Why are you asking me if it's going to rain tomorrow? How should I know? |
δεν ξέρωexpression (declaration of ignorance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There is no point asking me; I do not know. I do not know the answer to that complicated math problem! |
δεν ξέρωinterjection (informal (declaration of ignorance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) "Who's that woman talking to your brother?" "I don't know." «Ποια είναι η γυναίκα που μιλάει στον αδερφό σου;» «Δεν ξέρω.» |
το ξέρωinterjection (I am already aware) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I know that! You don't have to explain it to me! Το ξέρω αυτό! Δε χρειάζεται να μου το εξηγείς! |
ενήμερος,μιλημένοςadjective (informed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I'll ask my sister which is the best school in town – she's in the know about such things. |
ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματαverbal expression (informal (be experienced in [sth]) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After 20 years on the job, he knows a thing or two about construction. |
έχω απάντηση για όλα, τα ξέρω όλαintransitive verb (informal (be arrogant and opinionated) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Teenagers think they know all the answers. |
γνωρίζω εκ των προτέρων(be forewarned) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I knew beforehand what was going to be on the math exam. Γνώριζα εκ των προτέρων τι θα πέσει στο διαγώνισμα των μαθηματικών. |
δεν τα κάνω αυτά(informal (be sufficiently wise) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Shame on you – at your age you should know better! |
ξέρω ότι δεν πρέπει ναverbal expression (be wise enough not to do [sth]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ξέρω απέξωverbal expression (have memorized) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The students had to know the poem by heart. |
ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μουverbal expression (informal (be completely familiar with) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I never get lost in this neighborhood; I know it by heart. |
ξέρω πολύ καλάverbal expression (slang, potentially offensive (be aware) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Don't play coy with me, you know damn well what I'm talking about! |
ξέρω κτ στα σίγουραverbal expression (with certainty) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I know for a fact that she made over $1 million last year. |
ξέρω με σιγουριάverbal expression (be sure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Until we know for certain, I think it is best to just be patient. |
ξέρω πολύ καλάverbal expression (be very much aware) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) He knew full well that what he was doing was illegal, but it didn't stop him. |
ξέρω να κάνω κτverbal expression (be able to do [sth]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Do you know how to swim? Ξέρεις κολύμπι; |
ξέρωverbal expression (be able, have skill) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'd love to make my own clothes but I don't know how. Θα μου άρεσε πολύ να φτιάχνω τα δικά μου ρούχα αλλά δεν ξέρω. |
καταλαβαίνω ενστικτωδώς(sense) (κτ ή ότι/πως) As soon as Carmel saw Anne's face, she knew instinctively that something was wrong. |
δεν ξέρωverbal expression (be uninformed or uneducated) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν ξέρω, δεν γνωρίζωverbal expression (literary (do not know) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Whether what you are doing is a good thing I know not. |
δεν ξέρω τίποτα(be ignorant) (για κάτι ή σχετικά με κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I know nothing about that. |
δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτverbal expression (be ignorant of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I'm ashamed to say I know nothing of American literature. |
δεν γνωρίζω τίποτα για κτ, δεν ξέρω τίποτα για κτtransitive verb (have no experience of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It is often said that the Royal Family know nothing of real life. |
ξέρω πώς γίνεται κτverbal expression (figurative (be familiar with procedure) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When the difficult client phoned, he had to be put through to the senior manager immediately; everyone in the office knew the drill. |
ξέρω τι παίζει με κτverbal expression (informal (be familiar with features) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Chloe clearly knows the ins and outs of the real estate business. |
ξέρω τα κατατόπιαverbal expression (know how to do [sth]) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξέρω τι παίζει, ξέρω τι παίζεταιverbal expression (informal, figurative (understand the situation) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She says the cheque is in the mail, but I know the score - she's trying not to pay us. |
ξέρω τι θέλωverbal expression (be confident) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μουverbal expression (accept your position) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι πολύ καλός σε κτverbal expression (informal (be an expert) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My history teacher really knows her stuff. She has an answer for everything! |
τεχνογνωσίαnoun (technical knowledge) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I don't have the know-how to fix it. |
ξερόλαςnoun (pejorative, informal (person: clever, arrogant) (καθομιλουμένη, αποδοκιμασίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) That kid who got 100 percent in science and math is such a know it all! |
ενημερώνωverbal expression (inform) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We'll let you know our decision after the meeting. |
ενημερώνωverbal expression (notify, warn) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please let me know when you are going to the market, so I can send my brother along to help you. Ενημέρωσέ με, σε παρακαλώ, πότε θα πας στην αγορά, για να στείλω τον αδερφό μου να σε βοηθήσει. |
πες μου να ξέρωinterjection (tell me) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Can you come to my party? Let me know! Μπορείς να έρθεις στο πάρτι μου; Πες μου να ξέρω! |
τεχνογνωσίαnoun (informal (practical and specialist skills) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We need to bring in someone with the technical know-how to drag us out of this mess. |
Έλα!interjection (informal (expressing surprise) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Hey, what do you know! - we got here on time after all! |
Τι ξέρεις εσύ;interjection (informal (you have not informed enough to comment) (προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You've never even been there! - what do you know? |
ξέρειςinterjection (informal (filler) (β' ενικό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καταλαβαίνεις;interjection (informal (seeking agreement, understanding) (β' ενικό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξέρεις ποιοςnoun (informal ([sb] unnamed but understood) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του knew στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του knew
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.