Τι σημαίνει το knives στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης knives στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του knives στο Αγγλικά.

Η λέξη knives στο Αγγλικά σημαίνει μαχαίρι, μαχαίρι, μαχαίρι, μαχαιρώνω, λεπίδα, κόβω, χαράσσω, κυνηγετικό μαχαίρι, μαχαίρι για ψωμί, μαχαίρι για το βούτυρο, μαχαίρι τεμαχίσματος, μαχαίρι τυριού, μαχαίρι φαγητού, εγχειρίζομαι, κυνηγετικό μαχαίρι, σουγιάς, δίπλωμα στη μέση, κατάδυση δίπλωσης, διπλώνομαι στη μέση, κάνω κατάδυση με δίπλωση, μαχαιροπίρουνα, κόψη του μαχαιριού, μαχαιρώνω πισώπλατα, λάμα του μαχαιριού, μετέωρος, επισφαλής, μαχαιροσπάτουλα, χαρτοκόπτης, χαρτοκόπτης, μαχαίρι ξεφλουδίσματος, σουγιάς, σπάτουλα για στοκάρισμα, μαχαίρι Stanley, κοφτερό μαχαίρι με δόντια, σουγιάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης knives

μαχαίρι

noun (general: cutting tool) (εργαλείο για κόψιμο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
She used a knife to cut the cardboard.
Χρησιμοποίησε ένα μαχαίρι για να κόψει το χαρτόνι.

μαχαίρι

noun (kitchen utensil) (μαχαίρι φαγητού)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The chef has his knife sharpened regularly.
O Σεφ ακονίζει το μαχαίρι του τακτικά.

μαχαίρι

noun (eating utensil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Excuse me, waiter, I've been given two forks and no knife.
Συγγνώμη, σερβιτόρε, μου δώσατε δυο πηρούνια και κανένα μαχαίρι.

μαχαιρώνω

transitive verb (stab) (επίθεση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The attacker knifed his victim three times outside the liquor store.
Ο δράστης μαχαίρωσε το θύμα του τρεις φορές έξω από την κάβα.

λεπίδα

noun (machine: blade) (μηχανολογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The machine knives then cut the paper to the correct size.
Οι λεπίδες της μηχανής έκοψαν το χαρτί στο σωστό μέγεθος.

κόβω, χαράσσω

transitive verb (cut) (κόψιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He said you should knife the plant's bark to make it flower sooner.
Είπε ότι πρέπει να κόψεις (or: χαράξεις) τον κορμό του φυτού για να το βοηθήσεις να ανθίσει γρηγορότερα.

κυνηγετικό μαχαίρι

noun (knife with long heavy blade)

μαχαίρι για ψωμί

noun (tool for slicing bread)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bake crusty artisan bread, so my husband gave me a really sharp bread knife.

μαχαίρι για το βούτυρο

noun (tool for cutting butter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The butter knife is not sharp as it only has to cut through butter, which is very soft.

μαχαίρι τεμαχίσματος

noun (utensil for carving meat)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He confidently used the carving knife to cut the roast.

μαχαίρι τυριού

noun (utensil for cutting cheese)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I used to have a cheese knife that had tines on the end to pick up the slices I cut.

μαχαίρι φαγητού

noun (eating utensil)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
My sister holds her dinner knife in her left hand.
Η αδερφή μου κρατάει το μαχαίρι του φαγητού στο αριστερό της χέρι.

εγχειρίζομαι

verbal expression (informal (have surgery)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She is going under the knife on Tuesday.

κυνηγετικό μαχαίρι

noun (cutting tool used in hunting)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He used his hunting knife to gut the rabbit.

σουγιάς

noun (tool: pocket knife)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bob used his jackknife to open the box.

δίπλωμα στη μέση

noun (figurative (movement: folding in half) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It was obvious, from his jackknife, that the blow had really hurt the boxer.

κατάδυση δίπλωσης

noun (figurative (dive with bend)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The diver's jackknife was as perfect as could be.

διπλώνομαι στη μέση

intransitive verb (figurative (fold in half) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A lorry had jacknifed on the motorway, causing massive tailbacks.
Μια ρυμούλκα είχε διπλώσει στη μέση στον αυτοκινητόδρομο, προκαλώντας εκτεταμένα μποτιλιαρίσματα.

κάνω κατάδυση με δίπλωση

intransitive verb (figurative (dive)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The diver jackknifed cleanly into the water.

μαχαιροπίρουνα

plural noun (cutlery, eating implements)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
When planning a party menu, avoid meats that require cutting up with a knife and fork.

κόψη του μαχαιριού

noun (blade) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The knife edge was sharp and cut through the thick vegetables with ease.

μαχαιρώνω πισώπλατα

verbal expression (informal, figurative (betray) (μτφ: προδοσία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She knifed him in the back by telling the boss his plans.
Τον μαχαίρωσε πισώπλατα όταν φανέρωσε στο αφεντικό τα σχέδιά του.

λάμα του μαχαιριού

noun (blade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A knife's edge is generally very sharp.

μετέωρος, επισφαλής

adverb (figurative (in precarious state)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μαχαιροσπάτουλα

noun (tool for mixing paint)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαρτοκόπτης

noun (blade for opening envelopes)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

χαρτοκόπτης

noun (blade of paper cutter)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μαχαίρι ξεφλουδίσματος

noun (small kitchen blade)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σουγιάς

noun (small portable knife)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Bob accidentally packed a pocketknife in his carry-on luggage and was detained in the airport.

σπάτουλα για στοκάρισμα

noun (tool for applying putty)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
If you want to smooth the wall, you'll need a putty knife.

μαχαίρι Stanley

noun (UK, ® (work blade)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοφτερό μαχαίρι με δόντια

noun (sharp eating utensil)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σουγιάς

noun (retractable pocket knife)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The police discovered that the murder weapon was a switchblade.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του knives στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του knives

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.