Τι σημαίνει το lain στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lain στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lain στο Αγγλικά.

Η λέξη lain στο Αγγλικά σημαίνει ψέμα, λέω ψέματα, ξαπλώνω, είμαι απλωμένος, είμαι, βρίσκομαι, κείτομαι, βρίσκομαι, έγκειται, είμαι, διαμόρφωση, μένω ως έχω, παραμένω ως έχω, κάθομαι, κάθομαι, αράζω, τι πρόκειται να συμβεί, βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι, βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι, ξαπλώνω, κρύβομαι πίσω από κτ, κοιμάμαι μέχρι αργά, παίρνω αναβολή, κοιμάμαι με κάποιον, κοιμάμαι μέχρι αργά, απάτη, κοροϊδία, προπαγάνδα, κοιμάμαι μέχρι αργά, τοπογραφία, δεν ταράζω τα νερά, δεν μπορώ να κοιμηθώ, ανιχνευτής ψεύδους, ξαπλώνω, παραμένω σε αχρηστία, είμαι ξαπλωμένος, είμαι απλωμένος, το να κοιμάμαι μέχρι αργά, στήνω ενέδρα, παραμονεύω, παίζω χαμηλά μπάλα, είμαι ξαπλωμένος ακίνητος, σταματώ κάπου, υπνάκος, λέω ψέμματα, αθώο ψέμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lain

ψέμα

noun ([sth] not true)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The lie got him in trouble when his boss found out the truth.
Το ψέμα του τον έβαλε σε μπελάδες όταν το αφεντικό ανακάλυψε την αλήθεια.

λέω ψέματα

intransitive verb (not tell the truth)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
She lied to her parents about where she was on Friday night.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κύριε πρόεδρε, ο μάρτυς ψεύδεται ασύστολα!

ξαπλώνω

intransitive verb (recline)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If I lie on the sofa, I'll fall asleep.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Κειτόταν ακίνητος, και η γυναίκα του νόμισε ότι είχε πεθάνει.

είμαι απλωμένος

intransitive verb ([sth]: be spread out)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Toys were lying all over the bedroom floor.
Παιχνίδια ήταν σκορπισμένα σε όλο το πάτωμα του μπάνιου.

είμαι, βρίσκομαι

intransitive verb (item: be, stay)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His book lay on the table unread.
Το βιβλίο του βρισκόταν στο τραπέζι και περίμενε να διαβαστεί.

κείτομαι

intransitive verb (be buried)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Her body lies in that cemetery.
Το σώμα της κείτεται σε εκείνο το νεκροταφείο.

βρίσκομαι

intransitive verb (be situated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The house lies in the valley.
Το σπίτι βρίσκεται στην κοιλάδα.

έγκειται

intransitive verb (be found) (επίσημο)

The student's lack of focus is where the problem lies.
Το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη συγκέντρωσης των μαθητών.

είμαι

(be attributable to)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The responsibility for the decision lies with the manager.
Η ευθύνη της απόφασης είναι του διευθυντή.

διαμόρφωση

noun (position, arrangement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It's important to familiarize yourself with the lie of the land. Audrey adjusted the lie of the rug.
Είναι σημαντικό να εξοικειωθείς με τη διαμόρφωση της περιοχής.

μένω ως έχω, παραμένω ως έχω

intransitive verb (remain unchanged)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Just let this matter lie. We don't want to cause any problems.
Απλά άσε το θέμα να μείνει ως έχει. Δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε προβλήματα.

κάθομαι

phrasal verb, intransitive (UK, informal ([sth]: remain unused) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάθομαι, αράζω

phrasal verb, intransitive (UK ([sb]: lounge idly) (ανεπίσημο, αποδοκιμασίας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τι πρόκειται να συμβεί

phrasal verb, intransitive (figurative ([sth]: be going to happen)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No matter our plans, we never really know what lies ahead.

βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι

phrasal verb, intransitive ([sb]: lounge idly)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You said you would mow the lawn, but all you've done today is lie around the house. The teenager chose to lie around for most of the day.

βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι

phrasal verb, intransitive (informal ([sth]: remain unused)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We have many old books that just lie around the attic waiting to be read.

ξαπλώνω

phrasal verb, intransitive ([sb]: recline)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
At the end of a hard day, I like to lie back in my favorite recliner and read a good book.

κρύβομαι πίσω από κτ

phrasal verb, intransitive ([sth]: be real reason) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοιμάμαι μέχρι αργά

phrasal verb, intransitive (UK, informal (stay in bed late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I will lie in this morning because I was out celebrating my birthday yesterday evening. The newlyweds loved to lie in on Sunday mornings.
Θα κοιμηθώ μέχρι αργά σήμερα το πρωί, γιατί χτες το βράδυ βγήκα για τα γενέθλιά μου. Οι νιόπαντροι απολάμβαναν να κοιμούνται μέχρι αργά τις Κυριακές.

παίρνω αναβολή

phrasal verb, intransitive (US (be postponed)

The other business on the agenda will have to lie over until the next meeting.

κοιμάμαι με κάποιον

phrasal verb, intransitive (archaic (have sex with) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The man was discovered lying with a woman who was married to another.

κοιμάμαι μέχρι αργά

phrasal verb, intransitive (get up late)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
It's Saturday, so I don't have to get up for work. I can sleep in.
Είναι Σάββατο κι έτσι δεν χρειάζεται να σηκωθώ για δουλειά. Μπορώ να κοιμηθώ μέχρι αργά.

απάτη, κοροϊδία

noun (fraud)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προπαγάνδα

noun (propaganda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοιμάμαι μέχρι αργά

verbal expression (UK (sleep late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τοπογραφία

noun (geographical features)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
When hillwalking, be guided by the lay of the land.

δεν ταράζω τα νερά

verbal expression (figurative (don't provoke an argument) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν μπορώ να κοιμηθώ

verbal expression ([sb]: not sleep)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I lay awake most of the night worrying. I miss you and sometimes lie awake at night thinking of you.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ σχεδόν όλη τη νύχτα επειδή ανησυχώ.

ανιχνευτής ψεύδους

noun (device: police interrogation)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ξαπλώνω

([sb]: recline, prostrate self)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I'm very tired so I'm going to lie down. The man had to lie down on the table for the doctor to inspect his abdomen.
Είμαι πολύ κουρασμένη, γι' αυτό θα πάω να ξαπλώσω. Ο άντρας έπρεπε να ξαπλώσει στο κρεβάτι για να εξετάσει ο γιατρός την κοιλιά του.

παραμένω σε αχρηστία

(figurative (be unused)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
His artistic talents have lain fallow for too long.

είμαι ξαπλωμένος

(person: lie stretched out)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

είμαι απλωμένος

(object: resting low horizontally)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

το να κοιμάμαι μέχρι αργά

noun (UK, informal (sleeping late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lie-ins are one of the best things about weekends.

στήνω ενέδρα

verbal expression (be hidden, wait to attack)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The outlaws lay in ambush, waiting for the stagecoach to pass.

παραμονεύω

verbal expression (hide, await [sb])

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
When the victim arrived home, his attacker was already lying in wait.

παίζω χαμηλά μπάλα

verbal expression (figurative (not draw attention to yourself) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι ξαπλωμένος ακίνητος

(lie down motionless)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σταματώ κάπου

(nautical: come to a stop)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

υπνάκος

noun (informal (rest, nap)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dad decided to have a lie-down after lunch.

λέω ψέμματα

verbal expression (not tell the truth)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I used to tell a lot of lies when I was a little kid.

αθώο ψέμα

noun (fib)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
His baby was ugly, but I told a little white lie and said it was cute.
Το μωρό του ήταν άσχημο αλλά είπα ένα αθώο ψέμα και είπα ότι είναι χαριτωμένο.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lain στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lain

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.