Τι σημαίνει το lejano στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lejano στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lejano στο ισπανικά.

Η λέξη lejano στο ισπανικά σημαίνει μακρινός, μακρινός, απόμακρος, μακρινός, μακρινός, απομακρυσμένος, απόμερος, μακρινός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, μακρινός, απόμακρος, μακρινός, μακρινός, απόμακρος, μακρινά, αμυδρός, μακρινός, μακρινός, πιο απομακρυσμένος, πλέον απομακρυσμένος, μακρινός συγγενής, πιο μακρινός, ο πιο μακρινός, της Άπω Ανατολής, τελευταίο σύνορο, μακρινό μέλλον, Άγρια Δύση, Ανατολική Ασία, Άπω Ανατολή, μακρινός συγγενής, μακρινό μέρος, πιο μακρινός, μακρινός συγγενής, εξωτερικός, πολύ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lejano

μακρινός

(σχέση, συγγένεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Una prima lejana ha escrito para ver si puede venir de visita.
Μια μακρινή ξαδέρφη μόλις μου έγραψε για να ρωτήσει αν μπορεί να με επισκεφθεί.

μακρινός, απόμακρος

(απόσταση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Viajaron hasta aquí desde un país distante.
Ήρθαν εδώ από μια μακρινή χώρα.

μακρινός

(χρόνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En el pasado distante éramos íntimos amigos.
Στο μακρινό παρελθόν υπήρξαμε στενοί φίλοι.

μακρινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Katya es americana, pero sus padres son de una tierra lejana.

απομακρυσμένος, απόμερος, μακρινός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

El manuscrito más antiguo de Beowolf es una copia muy lejos del original.

μακρινός, απόμακρος

(σε χώρο, χρόνο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él vive en una remota villa a unos 100 km de aquí.
Ζει σ' ένα μακρινό (or: απόμακρο) χωριό, περίπου 100 χμ από 'δω.

μακρινός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μακρινός, απόμακρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Me encantaría poder viajar a tierras remotas y tener aventuras.

μακρινά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αμυδρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay una distante oportunidad de que consigas el trabajo, pero como te fue mal en la entrevista, no creo que eso sea probable.
Υπάρχει μια αμυδρή ελπίδα να πάρεις τη δουλειά, όμως δεν νομίζω ότι είναι πιθανό γιατί τα πήγες άσχημα στη συνέντευξη.

μακρινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Acostumbraba pasear por las llanuras alejadas.

μακρινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El presidente es un primo mío distante.

πιο απομακρυσμένος, πλέον απομακρυσμένος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
El telescopio podía ver los límites remotos de la galaxia.

μακρινός συγγενής

nombre masculino

Los conejos son parientes lejanos de las ratas.
Τα κουνέλια είναι μακρινοί συγγενείς των αρουραίων. Όσοι είναι μακρινοί συγγενείς μπορούν να παντρευτούν μεταξύ τους, ενώ όσοι έχουν στενή συγγένεια όχι.

πιο μακρινός

locución adjetiva (lugar, comparativo) (τοποθεσία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Suelo pasar las vacaciones en este país pero ojalá pueda irme a un país más lejano el año que viene.

ο πιο μακρινός

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

της Άπω Ανατολής

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελευταίο σύνορο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La vida en el Salvaje Oeste era mucho más difícil de como la cuentan las películas.

μακρινό μέλλον

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Antes de hacer planes para el futuro lejano, hay que pensar en el presente.

Άγρια Δύση

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nuestra imagen del lejano oeste ha sido en gran medida perfilada por Hollywood.

Ανατολική Ασία

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marco Polo fue el primer europeo famoso en visitar el Lejano Oriente.

Άπω Ανατολή

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los comerciantes traían a Europa especias de gran valor del Lejano Oriente.

μακρινός συγγενής

μακρινό μέρος

πιο μακρινός

locución adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Deberías salir por la puerta más lejana.
Πρέπει να φύγεις από την πιο μακρινή πόρτα.

μακρινός συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nunca nos hemos visto, pero creo que somos parientes lejanos.

εξωτερικός

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los planetas más lejanos de nuestro sistema solar son Júpiter, Saturno, Urano y Neptuno.
Οι εξωτερικοί πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος είναι ο Δίας, ο Κρόνος, ο Ουρανός και ο Ποσειδώνας.

πολύ

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eso está en un futuro muy lejano.
Αυτό είναι στο πολύ μακρινό μέλλον.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lejano στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.