Τι σημαίνει το luck στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης luck στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του luck στο Αγγλικά.
Η λέξη luck στο Αγγλικά σημαίνει τύχη, τύχη, είμαι κωλόφαρδος, ευτυχώς, αναποδιά, κακοτυχία, ατυχία, κρίμα, τύχη του πρωτάρη, Καλή τύχη, φέρνω τύχη σε κπ, από τύχη, κατά τύχη, καταριέμαι την τύχη μου, είμαι γκαντέμης, θέμα τύχης, τύχη, γούρι, είδος φασολάδας, Καλή τύχη!, κακοτυχία, Δεν πειράζει!, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δυσάρεστος, άσχημος, είμαι πολύ τυχερός, κακοτυχία, τυχερός, θέμα τύχης, άτυχος, θέμα τύχης, τραπέζι ρεφενέ, τραπέζι ρεφενέ, προκαλώ την τύχη μου, γκαντεμιά, καλοτυχία, καλή τύχη, παίρνω ό,τι έμεινε, κακοτυχία, γκαντεμιά, Γκαντεμιά!, Τι τύχη!, αν έχουμε την τύχη με το μέρος μας, δυστυχώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης luck
τύχηnoun (fortune, chance) (μοίρα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It's down to luck now whether we get there on time. Είναι θέμα τύχης πια αν θα φτάσουμε στην ώρα μας. |
τύχηnoun (good fortune) (καλή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I had the luck to be the first in line for the tickets. Είχα την (καλή) τύχη να είμαι πρώτος στην ουρά για τα εισιτήρια. |
είμαι κωλόφαρδοςphrasal verb, intransitive (slang (be fortunate) (αργκό) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) We really lucked out with these front-row seats! Είμαστε πολύ κωλόφαρδοι που βρήκαμε θέσεις στην πρώτη σειρά! |
ευτυχώςadverb (idiom (fortunately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) As luck would have it, the bus was late too, so I managed to catch it after all. |
αναποδιά, κακοτυχίαnoun (misfortune) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We suffered a lot of bad luck with the weather. |
ατυχία, κρίμαinterjection (commiserations) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) I heard you failed your driving test. Bad luck! |
τύχη του πρωτάρηnoun (success despite inexperience) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Joe attributed his success to beginner's luck. |
Καλή τύχηinterjection (expressing wishes for [sb]'s success) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φέρνω τύχη σε κπverbal expression (cause good fortune for [sb]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από τύχη, κατά τύχηadverb (through good fortune) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
καταριέμαι την τύχη μουverbal expression (informal, figurative (feel unlucky) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι γκαντέμηςexpression (have bad luck) (καθομιλουμένη) |
θέμα τύχηςadjective (informal (depends on chance) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) My win at chess was down to luck, rather than skill. It's down to luck now whether we get there on time. |
τύχηnoun (good fortune) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was such good luck that I ran into him yesterday. This item brings me good luck. Ήταν καθαρή τύχη που τον συνάντησα χτες. Αυτό το αντικείμενο μου φέρνει τύχη (or: γούρι). |
γούριnoun (trinket worn for good fortune) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Many people carry a rabbit's foot or four-leaf clover for a good luck charm. |
είδος φασολάδαςnoun (bean soup of southern US) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Καλή τύχη!interjection (used to wish [sb] good fortune) (για τύχη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Today's your test? Good luck! |
κακοτυχίαnoun (misfortune) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Δεν πειράζει!interjection (showing compassion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hard luck, guys! Hopefully you'll do better next time. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>interjection (showing lack of compassion) You didn't want that? Well, hard luck! |
δυσάρεστος, άσχημοςadjective (relating to unfavorable conditions) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tired of all the hard-luck updates her friend kept posting on social media, Tania unfriended him. |
είμαι πολύ τυχερόςverbal expression (informal (be lucky) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) You won the lottery? Some people have all the luck. |
κακοτυχίαnoun (bad luck, misfortune) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) David lost his lottery ticket. What ill luck! |
τυχερόςadjective (lucky, fortunate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You're in luck: there's just one ticket left for the concert. |
θέμα τύχηςnoun (chance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There's no way of guaranteeing you'll win the lottery - it's just the luck of the draw. |
άτυχοςadjective (informal (unlucky) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm afraid you're out of luck; there are no tickets left. Φοβάμαι ότι ατύχησες, δεν έχουν μείνει εισιτήρια. |
θέμα τύχηςnoun (informal, figurative, uncountable (whatever is available) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sometimes you can choose, but usually it's pot luck. |
τραπέζι ρεφενέnoun (US (meal: guests bring food) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τραπέζι ρεφενέnoun (US (meal: guests bring food) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Joe brought grilled hotdogs to the potluck party, and I brought dessert. |
προκαλώ την τύχη μουverbal expression (be too confident) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γκαντεμιάnoun (informal (misfortune) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The lack of snow for the Winter Olympics was rotten luck. What rotten luck! - she broke her leg just days before her big dance recital. |
καλοτυχία, καλή τύχηnoun (fortunate occurrence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) By a stroke of luck, I found a parking space on the crowded street. It was a stroke of luck that brought us together. Ήταν καλή τύχη που βρήκα θέση να παρκάρω στον πολυσύχναστο δρόμο. |
παίρνω ό,τι έμεινεverbal expression (accept what is available) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When you book a last-minute holiday, you often take pot luck with the hotel. |
κακοτυχίαnoun (informal (misfortune) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Albert's had tough luck all his life. |
γκαντεμιάinterjection (informal (that's unfortunate) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tough luck you can't find your car keys! |
Γκαντεμιά!interjection (slang (being dismissive of [sb]'s misfortune) (αργκό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Τι τύχη!interjection (that is fortunate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αν έχουμε την τύχη με το μέρος μαςadverb (if good fortune prevails) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δυστυχώςinterjection (informal (unfortunately) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του luck στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του luck
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.