Τι σημαίνει το lunch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lunch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lunch στο Αγγλικά.

Η λέξη lunch στο Αγγλικά σημαίνει μεσημεριανό, τρώω μεσημεριανό, παίρνω μεσημεριανό, γεύμα, κάνω το τραπέζι, επαγγελματικό γεύμα, τραπεζοκόμος, τρώω μεσημεριανό, δωρεάν γεύμα, χάρισμα, βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό, τρώω μεσημεριανό, πλούσιο γεύμα, τσάντα κολατσιού, δοχείο για φαγητό, αχαμνά, διάλειμμα για μεσημεριανό, διάλειμμα για μεσημεριανό, ουρά για το φαγητό, αλλαντικό, μεσημεριανό καθ' οδόν, ώρα για μεσημεριανό, ώρα του μεσημεριανού, κουπόνι φαγητού, έξω για μεσημεριανό, στον κόσμο μου, στην κοσμάρα μου, μεσημεριανό σε πακέτο, δεν τρώω μεσημεριανό, Τίποτα δε χαρίζεται.. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lunch

μεσημεριανό

noun (mid-day meal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In the USA, people often eat lunch at around twelve thirty in the afternoon.
Στις ΗΠΑ συχνά τρώνε μεσημεριανό γύρω στις δωδεκάμισι το μεσημέρι.

τρώω μεσημεριανό, παίρνω μεσημεριανό

intransitive verb (to eat lunch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Let's lunch at the Indian restaurant today.
Ας φάμε (or: πάρουμε) μεσημεριανό στο ινδικό εστιατόριο σήμερα.

γεύμα

noun (luncheon)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
We invited his parents to a formal lunch.
Καλέσαμε τους γονείς του σε ένα επίσημο γεύμα.

κάνω το τραπέζι

transitive verb (provide lunch)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They lunched us as if we were royalty.
Μας τάισαν λες και ήμασταν βασιλιάδες.

επαγγελματικό γεύμα

noun (talking business while eating)

Fast service and a quiet atmosphere made it a popular place for business lunches.

τραπεζοκόμος

noun (informal (woman who serves school food)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρώω μεσημεριανό

verbal expression (have midday meal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I usually eat lunch at 1p.m.

δωρεάν γεύμα

noun (food provided to attract customers)

χάρισμα

noun (figurative ([sth] given with no expectations)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βγαίνω έξω για φαγητό, πηγαίνω για φαγητό

verbal expression (eat lunch at a restaurant)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
To celebrate your birthday let's all go out for lunch.

τρώω μεσημεριανό

verbal expression (eat midday meal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's go and have our lunch at that newly opened restaurant. Should we have lunch before the meeting?
Ας πάμε να φάμε μεσημεριανό στο καινούριο εστιατόριο. Να φάμε μεσημεριανό πριν τη συνάντηση;

πλούσιο γεύμα

noun (large midday meal) (το μεσημέρι)

We'll need a hearty lunch because we won't eat dinner until 7 p.m.

τσάντα κολατσιού

noun (sack or case for a packed lunch) (τσάντα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δοχείο για φαγητό

noun (literal (container for a packed lunch)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I put a sandwich in my lunch box, ready for lunch later that day.

αχαμνά

noun (UK, slang, figurative (man's crotch area)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Stop sticking your lunchbox in my face while I'm trying to read!

διάλειμμα για μεσημεριανό

noun (pause for midday meal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
During my lunch break I often go to the tearoom next door for a sandwich. I get a half-hour unpaid lunch break.
Στο διάλειμμα για μεσημεριανό συχνά πηγαίνω στη διπλανή καφετέρια για ένα σάντουιτς. Έχω μισή ώρα διάλειμμα για μεσημεριανό άνευ αποδοχών.

διάλειμμα για μεσημεριανό

noun (pause from work to eat midday meal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I take my lunch hour between noon and one o'clock.

ουρά για το φαγητό

noun (queue for school dinner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλλαντικό

noun (cooked sliced meat) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lunch meats are used as fillings for sandwiches.

μεσημεριανό καθ' οδόν

noun (US (midday meal at a motorway café)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We drove for about three hours and then had lunch on the road.

ώρα για μεσημεριανό, ώρα του μεσημεριανού

noun (hour when midday meal is eaten)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Why are you all looking so glum? - it'll soon be lunch time!
Γιατί είστε όλοι τόσο σκυθρωποί; Σε λίγο είναι η ώρα για το μεσημεριανό!

κουπόνι φαγητού

noun (coupon for a restaurant meal)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

έξω για μεσημεριανό

expression (out of the office)

στον κόσμο μου, στην κοσμάρα μου

expression (figurative, informal (mentally absent) (αργκό, μεταφορικά)

μεσημεριανό σε πακέτο

noun (box or bag of food for midday meal) (από το σπίτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν τρώω μεσημεριανό

(informal (miss midday meal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I skipped lunch so that I could finish writing my report.

Τίποτα δε χαρίζεται.

expression (Everything has a cost)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had to pay taxes on the free gift. Well, there's no such thing as a free lunch.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lunch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του lunch

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.