Τι σημαίνει το making στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης making στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του making στο Αγγλικά.

Η λέξη making στο Αγγλικά σημαίνει κατασκευή, παρτίδα, φτιάχνω, κατασκευάζω, φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω, φτιάχνω, φτιάχνω, κάνω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, βάζω, κάνω, αναγκάζω, κάνω, κάνω, μάρκα, φίρμα, κατασκευή, καταλαβαίνω, πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς, κάνω, παίρνω, βγάζω, κάνω, κλείνω, προλαβαίνω, πραγματοποιώ, φτιάχνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, πιάνω, φτιάχνω, κάνω, γίνομαι, καταφέρνω να μπω σε κτ, κάνω, κάνω, ρίχνω, σχηματίζω, διαμορφώνω, φτάνω σε, καταφθάνω σε, βγαίνω σε κτ, βάζω, πετυχαίνω, καταφέρνω να πάω σε κτ, βγάζω, θα φέρω δόξα σε κπ, ωρολογοποιία, ντροπιαστικός, λήψη αποφάσεων, για τη λήψη αποφάσεων, παραγωγή ταινιών, υαλουργία, υπό κατασκευή, υπό κατασκευή, ερωτική πράξη, φάσωμα, χαμούρεμα, συμφιλίωση, αποκόμιση κερδών, επικερδής, κερδοφόρος, μη κερδοσκοπικός, χάραξη πολιτικής, που αφορά στην χάραξη πολιτικής, κατασκευή λουκάνικων, ομιλία, παραγωγή κρασιού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης making

κατασκευή

noun (creation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Making is a lot more difficult than destruction.
Η κατασκευή είναι πολύ πιο δύσκολη από την καταστροφή.

παρτίδα

noun (batch)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The fourth making of this product was already sold out before production was finished.

φτιάχνω, κατασκευάζω

transitive verb (construct)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The children made houses with blocks.
Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.

φτιάχνω, κατασκευάζω, παράγω

transitive verb (manufacture)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
That factory makes bolts.
Εκείνο το εργοστάσιο φτιάχνει βίδες.

φτιάχνω

transitive verb (fashion)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The weavers made a hat from palm fronds.
Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα.

φτιάχνω, κάνω

transitive verb (prepare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My mother wants to make a cake for my party.
Η μητέρα μου θέλει να φτιάξει (or: κάνει) μια τούρτα για το πάρτι μου.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

transitive verb (create, cause)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The dogs made a commotion in the street.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

βάζω, κάνω

verbal expression (compel) (καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My parents make me eat vegetables.
Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά.

αναγκάζω

transitive verb (informal (force)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I won't go! You can't make me!
Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!

κάνω

transitive verb (cause to) (κπ/κτ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He never fails to make me laugh.
Καταφέρνει πάντα να με κάνει να γελάσω.

κάνω

transitive verb (+ adj: cause to be)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You make me happy.
Με κάνεις χαρούμενο.

μάρκα, φίρμα

noun (brand)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What make of car do you drive? Toyota?
Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σου; Είναι Τογιότα;

κατασκευή

noun (build, stature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He is of a lean make, and could be an excellent athlete.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι ανθεκτική κατασκευή και αξίζει τα λεφτά της.

καταλαβαίνω

verbal expression (interpret) (από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I don't know what to make of his actions. What do you make of this car?
Τι γνώμη έχεις για αυτό το αμάξι;

πηγαίνω προς, κατευθύνομαι προς

(move towards)

The fleet made for port.
Ο στόλος πήγε (or: κατευθύνθηκε) προς το λιμάνι.

κάνω

transitive verb (bring into existence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's make a baby!
Ας κάνουμε ένα μωρό!

παίρνω

transitive verb (take: a decision)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tess must make a decision.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στη φετινή ετήσια συνέλευση λάβαμε πολύ σημαντικές αποφάσεις.

βγάζω

transitive verb (perform: a speech) (μεταφορικά: λόγο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All of the candidates made speeches.
Όλοι οι υποψήφιοι εκφώνησαν ομιλίες.

κάνω

transitive verb (enter into: agreement, deal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The parties involved made an agreement.
Τα συμβαλλόμενα μέρη σύναψαν μία συμφωνία.

κλείνω

transitive verb (fix: date, appointment) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please call first to make an appointment.
Παρακαλώ τηλεφωνήστε πρώτα για να κλείσετε ραντεβού.

προλαβαίνω

transitive verb (train, plane: reach in time)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I have to run if I want to make my train.
Πρέπει να βιαστώ αν θέλω να προλάβω το τρένο μου.

πραγματοποιώ

transitive verb (put down: a payment) (πληρωμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam makes a payment on his car each month.
Ο Άνταμ πραγματοποιεί μια πληρωμή για το αυτοκίνητό του κάθε μήνα.

φτιάχνω

transitive verb (bed: make tidy) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girls must make their beds every morning.
Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί.

κάνω, φτιάχνω

transitive verb (establish: name)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill is trying to make a name for himself in the business.
Ο Μπιλ προσπαθεί να κάνει (or: φτιάξει) ένα όνομα στην επιχείρηση.

κάνω

transitive verb (appoint) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The president is going to make Chris a vice-president.
Ο πρόεδρος σκοπεύει να ορίσει τον Κρις ως αντιπρόεδρο.

πιάνω

transitive verb (achieve, reach) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The sales team hopes to make its numbers this month.
Η ομάδα πωλήσεων ευελπιστεί να πιάσει τα ποσοστά της αυτό τον μήνα.

φτιάχνω

transitive verb (establish, set)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Legislatures make laws.
Τα νομοθετικά σώματα κάνουν θεσπίζω τους νόμους.

κάνω

transitive verb (commit: a mistake, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I made a mistake when I spent that money.
Έκανα λάθος που ξόδεψα αυτά τα χρήματα.

γίνομαι

transitive verb (attain: position, rank)

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Francis is trying to make Captain.
Ο Φράνσις προσπαθεί να γίνει Λοχαγός.

καταφέρνω να μπω σε κτ

transitive verb (informal (earn acceptance into)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Only half of people at tryouts made the team.
Μόνο οι μισοί από όσους πήραν μέρος στα δοκιμαστικά κατάφεραν να μπουν στην ομάδα.

κάνω

transitive verb (equal) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Two and two makes four.
Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

κάνω

transitive verb (be the essence of) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
What makes a good writer?
Ποια είναι τα στοιχεία ενός καλού συγγραφέα;

ρίχνω

transitive verb (US, slang (seduce) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He may try to make her, but he won't succeed.

σχηματίζω, διαμορφώνω

transitive verb (reach, form)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leanne is always quick to make judgments.
Η Λιάν σχηματίζει (or: διαμορφώνει) γρήγορα άποψη για τα πάντα.

φτάνω σε, καταφθάνω σε

transitive verb (arrive at)

The ship made port early in the morning.
Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι νωρίς το πρωί.

βγαίνω σε κτ

transitive verb (informal (appear on) (καθομιλουμένη)

The disaster made the evening news.
Η καταστροφή βγήκε στο νυχτερινό δελτίο ειδήσεων.

βάζω, πετυχαίνω

transitive verb (score: a goal, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The player made a goal in the second period.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

καταφέρνω να πάω σε κτ

transitive verb (informal (manage to attend)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sorry I couldn't make yesterday's meeting.
Συγγνώμη που δεν κατάφερα να έρθω στη χθεσινή συνάντηση.

βγάζω

transitive verb (earn)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeff makes $80,000 a year.

θα φέρω δόξα σε κπ

verbal expression (bring success for [sb])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The singer's brilliant new album could be the making of him.

ωρολογοποιία

noun (horology, act of creating clocks)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ντροπιαστικός

adjective (informal (causing embarrassment)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λήψη αποφάσεων

noun (process or act of making decisions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για τη λήψη αποφάσεων

adjective (making decisions)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
There are several steps in the decision-making process.

παραγωγή ταινιών

noun (making movies)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υαλουργία

noun (making of glassware)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υπό κατασκευή

expression (in the process of being created)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The film was ten years in the making, and is considered a masterpiece.

υπό κατασκευή

expression (person: developing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
With her amazing collection of rocks, young Mia is a geologist in the making.

ερωτική πράξη

noun (sexual intercourse)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φάσωμα, χαμούρεμα

noun (US, informal (heavy petting or kissing) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συμφιλίωση

noun (informal (reconciliation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The best thing about our fights is the making up afterwards.

αποκόμιση κερδών

noun (business, earning)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Υπάρχουν τρόποι για να βγάλει κανείς λεφτά, αλλά χρειάζεται υπομονή και επιμονή.

επικερδής, κερδοφόρος

adjective (lucrative, profitable)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μη κερδοσκοπικός

adjective (organization: not run for income)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
He donates money to several non-profit-making charities.

χάραξη πολιτικής

noun (legislation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που αφορά στην χάραξη πολιτικής

noun as adjective (legislative)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατασκευή λουκάνικων

noun (processing meat into cylinders)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Otto von Bismark said that making laws is like sausage making - you don't want to see it.

ομιλία

noun (act of addressing the public formally)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παραγωγή κρασιού

noun (production of wine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του making στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του making

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.