Τι σημαίνει το medicine στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης medicine στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του medicine στο Αγγλικά.

Η λέξη medicine στο Αγγλικά σημαίνει ιατρική, ιατρική, φάρμακο, χορηγώ φάρμακο σε κπ, εναλλακτικό φάρμακο, εναλλακτική ιατρική, αγιουρβέδα, συμπληρωματική ιατρική, αντιβηχικό φάρμακο, παραδοσιακή ιατρική, ιατροδικαστική επιστήμη, γενική ιατρική, φάρμακο φυτικής προέλευσης, ολιστική ιατρική, εσωτερική παθολογία, ιατρός, ιατρική μπάλα, ντουλάπι πρώτων βοηθειών, ντουλάπι για φάρμακα, σαμάνος, σύγχρονη ιατρική, γιατροσόφι, ασκώ την ιατρική, άσκηση της ιατρικής, συνταγογραφούμενο φάρμακο, προληπτική ιατρική, δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, υφίσταμαι τις συνέπειες, φάρμακο για τροπική ασθένεια, κτηνιατρική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης medicine

ιατρική

noun (science: treating illness)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Modern medicine has made many advances.
Η σύγχρονη ιατρική έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο.

ιατρική

noun (profession: healthcare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My brother is studying medicine at university.
Ο αδερφός μου σπουδάζει ιατρική στο πανεπιστήμιο.

φάρμακο

noun (medication)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Many people take medicine when they are sick.
Πολλοί άνθρωποι παίρνουν φάρμακα όταν είναι άρρωστοι.

χορηγώ φάρμακο σε κπ

transitive verb (give medicine to)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εναλλακτικό φάρμακο

noun (treatments: homeopathic)

εναλλακτική ιατρική

noun (treatment: non-conventional)

αγιουρβέδα

noun (ancient healthcare philosophy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ayurvedic medicine is considered to be alternative medicine.

συμπληρωματική ιατρική

noun (alternative therapies)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντιβηχικό φάρμακο

noun (medicine for treating a cough)

παραδοσιακή ιατρική

noun (alternative health)

ιατροδικαστική επιστήμη

noun (for investigating crime)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Forensic medicine revealed that the deceased had been poisoned with arsenic.

γενική ιατρική

noun (non-surgical branch of medicine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Most family doctors practice only general medicine.

φάρμακο φυτικής προέλευσης

noun (plants as remedies)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ολιστική ιατρική

noun (alternative treatments)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Holistic medicine requires further scientific research before it becomes widely accepted. Holistic medicine looks at the entire person, not just treating one particular symptom.
Η ολιστική ιατρική απαιτεί επιπλέον επιστημονική έρευνα πριν γίνει ευρέως αποδεκτή. Η ολιστική ιατρική ερευνά όλο τον άνθρωπο, όχι μόνο πώς να αντιμετωπίζει ένα συγκεκριμένο σύμπτωμα.

εσωτερική παθολογία

noun (specialist diagnosis and treatment of disease)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As a medical student I wanted to specialise in internal medicine rather than surgery. A physician that practices internal medicine is called an internist.
Ως φοιτητής ιατρικής ήθελα να ειδικευτώ στην εσωτερική παθολογία αντί για τη χειρουργική. Ένας γιατρός που ασκεί την εσωτερική παθολογία ονομάζεται παθολόγος.

ιατρός

noun (initialism (Doctor of Medicine)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
If you need a good pediatrician, try Dr. Shaw, MD.

ιατρική μπάλα

noun (ball used in weight training) (γυμναστική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The physical therapist had her use a medicine ball to strengthen her abdomen.

ντουλάπι πρώτων βοηθειών

noun (cupboard where medication is stored)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I went through the medicine cabinet and threw out anything that was out of date.

ντουλάπι για φάρμακα

noun (bathroom cabinet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I keep my pills in the medicine chest. Can you get a bandage from the medicine chest for me?

σαμάνος

noun (shaman, magician)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύγχρονη ιατρική

noun (healthcare in the Western world)

γιατροσόφι

noun (US (no prescription) (αρνητική σημασία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quack doctors travelled the West selling patent medicines that didn't cure anything but the doctor's pocketbook.

ασκώ την ιατρική

verbal expression (work as a doctor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He practices medicine at St. Patrick Hospital.

άσκηση της ιατρικής

noun (work of a doctor)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The practice of medicine has made great advances in recent years.

συνταγογραφούμενο φάρμακο

noun (medication available on doctor's order)

It is always a good idea to take a list of all your prescription medicines with you when you visit your doctor.

προληπτική ιατρική

noun (care for [sb] healthy)

δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

noun (US, uncountable (universal health care system)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υφίσταμαι τις συνέπειες

verbal expression (figurative (accept bad consequences)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I guess I should tell the boss about my mistake and take my medicine. You've broken the rules, and now you have to take your medicine.

φάρμακο για τροπική ασθένεια

noun (study of diseases of the tropics)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tropical medicine deals with diseases that are rarely seen in the US.

κτηνιατρική

noun (treatment of sick animals)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
He loved animals so much that he decided to study veterinary medicine.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του medicine στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του medicine

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.