Τι σημαίνει το minority στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης minority στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του minority στο Αγγλικά.

Η λέξη minority στο Αγγλικά σημαίνει μειονότητα, μειοψηφία, μειοψηφία, μειονότητα, μειονοτικός, μειονοτική ομάδα, μικρή ομάδα ατόμων που εκδηλώνουν με έντονο τρόπο την διαμαρτυρία τους. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης minority

μειονότητα, μειοψηφία

noun (smaller number: fewer than half)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A minority of voters favour keeping things the way they are.
Μια μειονότητα ψηφοφόρων προτιμούν να μείνουν τα πράγματα ως έχουν.

μειοψηφία

noun (smaller part: less than half) (οι λιγότεροι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A minority of the company is owned by the founder's children.
Η μειοψηφία της εταιρείας βρίσκεται στην κυριότητα των παιδιών του ιδρυτή.

μειονότητα

noun (social subgroup: ethnic, etc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The area has been a home to various minorities for 50 years.
Η περιοχή στεγάζει διάφορες μειονότητες εδώ και 50 χρόνια.

μειονοτικός

noun as adjective (relating to a subgroup) (εθνική ομάδα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Many minority groups were present at the town meeting.

μειονοτική ομάδα

noun (social subgroup)

μικρή ομάδα ατόμων που εκδηλώνουν με έντονο τρόπο την διαμαρτυρία τους

noun (small number of opinionated people)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The protesters against the village bypass road were a vocal minority.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του minority στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.