Τι σημαίνει το moño στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης moño στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του moño στο ισπανικά.
Η λέξη moño στο ισπανικά σημαίνει μαϊμού, κότσος, ξανθός, ξανθός, χαριτωμένος, ομορφούλης, ομορφούλα, ολόσωμη φόρμα, σινιόν, φιόγκος, φόρμα εργασίας, κορδέλα, μονός, φόρμα, ολόσωμη φόρμα, λευκό παπιγιόν, ωραίος, όμορφος, φόρμα, ξανθός, μονοφωνικός, ολόσωμη φόρμα, σαλοπέτα, κούκλος, παπιγιόν, καπουτσίνος, δίνω κτ στο πιάτο, ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς, έλα παππού να σου μάθω τα αμπελαχώραφά σου, στολή για χιόνια, φράκο, μακάκος, γαλλικό σινιόν, μαϊμού του γένους Alouatta, κοκκινοβασιλίσκος, σκιουροπίθηκος, πιθηκάνθρωπος, monkey bread, βαρέθηκα, κουράστηκα, φτύνω αίμα, χύνω αίμα, βγάζω φωτογραφία, παίζω, χαζολογάω, χαζολογώ, αλουάπα, χάος, τσίρκο, δεν αντέχω άλλο, φρικάρω, μαϊμού αράχνη, δερμάτινα ρούχα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης moño
μαϊμού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hay muchas especies de monos en África. Υπάρχουν κάμποσα είδη μαϊμούδων στην Αφρική. |
κότσος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las bailarinas a menudo llevan el pelo recogido en un moño. Οι μπαλαρίνες συχνά έχουν τα μαλλιά τους κότσο. |
ξανθός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Pregúntale al hombre del pelo rubio dónde está la estación. Ρώτα τον άνδρα με τα ξανθά μαλλιά που είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός. Ο κιθαρίστας εκείνης της ροκ μπάντας έχει ξανθά μαλλιά. |
ξανθός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Una mujer rubia está caminando hacia la casa. Μια ξανθιά γυναίκα περπατά προς το σπίτι. Μια πανέμορφη ξανθιά γυναίκα έκανε παρουσίαση στο συνέδριο. |
χαριτωμένος(coloquial) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ομορφούλης, ομορφούλα(persona) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Ποιος είναι ο ομορφούλης με το μπλε μπλουζάκι; |
ολόσωμη φόρμαnombre masculino |
σινιόνnombre masculino (μαλλιά) |
φιόγκοςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Llevaba un moño azul en el pelo, para distinguirse de su hermana melliza. |
φόρμα εργασίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κορδέλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μονόςprefijo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φόρμαnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ολόσωμη φόρμα
El mono del mecánico estaba todo sucio de grasa, del cuello hasta los tobillos. |
λευκό παπιγιόνnombre masculino Ron tenía puesto un moño blanco con su traje. |
ωραίος, όμορφος(ES, coloquial) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu novia es muy mona. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κοπέλα σου είναι νόστιμη. |
φόρμα(ES) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Vestía sus monos en su horario de trabajo. Φορούσε τη φόρμα εργασίας του ενώ δούλευε. |
ξανθός(pelo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μονοφωνικός(sonido) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ολόσωμη φόρμα(AmL) (ρούχα εργασίας) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σαλοπέτα(AmL) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κούκλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
παπιγιόν
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alan usaba un corbatín. Ο Άλαν φορούσε παπιγιόν. |
καπουτσίνος(πίθηκος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δίνω κτ στο πιάτο(μεταφορικά, ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ολότελα, εντελώς, απόλυτα, απολύτως, παντελώς(PR) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¿Te creyó el cuento tu mamá?", "¡Sí! ¡Como pescadito!". |
έλα παππού να σου μάθω τα αμπελαχώραφά σου(AR, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στολή για χιόνια
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φράκο(corbata) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Usaré moño blanco para el baile del alcalde. |
μακάκοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los monos rhesus se usan con frecuencia para experimentos de laboratorio. |
γαλλικό σινιόν(κόμμωση) El moño francés era muy popular en los 40. |
μαϊμού του γένους Alouatta
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κοκκινοβασιλίσκος(ζωολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σκιουροπίθηκοςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) En mi viaje a Brasil vi muchos animales, pero el que más me sorprendió fue un mono ardilla. |
πιθηκάνθρωποςlocución nominal masculina (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
monkey breadlocución nominal masculina (είδος γλυκού) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βαρέθηκα, κουράστηκα(coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) |
φτύνω αίμα, χύνω αίμαlocución verbal (AR, figurado, familiar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγάζω φωτογραφία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estás preciosa con ese vestido. Espera que tome una foto. Είσαι πολύ όμορφη με αυτό το φόρεμα. Περίμενε εκεί να βγάλω μια φωτογραφία. |
παίζωexpresión (ES) (μεταφορικά: με κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Deja de hacer el mono y ponte a estudiar. |
χαζολογάω, χαζολογώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αλουάπαlocución nominal masculina (biología) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χάος, τσίρκοlocución nominal masculina (CL, figurado) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Con todos los chicos gritando y los perros ladrando la fiesta se convirtió en un cumpleaños de mono. |
δεν αντέχω άλλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Me estoy hartando del lloriqueo de ese niño! |
φρικάρω(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Me estoy volviendo loco con este trabajo de 25 páginas que debo entregar mañana. Αυτή τη στιγμή φρικάρω για την 25σέλιδη εργασία που έχω να παραδώσω αύριο. |
μαϊμού αράχνηlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δερμάτινα ρούχα
El motociclista se puso el traje de cuero y se fue en su moto. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του moño στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του moño
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.