Τι σημαίνει το mover στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mover στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mover στο ισπανικά.
Η λέξη mover στο ισπανικά σημαίνει μετακινώ, μεταφέρω, μετακινώ, κουνάω, κουνάω, κουνώ, κουνάω, παίζω, διακινώ, κάνω κλικ σε κπ, μετακινώ, παρακινώ, στριφογυρίζω, κουνάω, κουνώ, κουνιέμαι, κουνιέμαι, ανοιγοκλείνω, κουνάω, κουνώ, αλλάζω θέση σε κτ, ανακατεύω, μπερδεύω, επηρεάζω, πείθω, προωθώ, τραντάζω, ταρακουνάω, παρακινώ, παροτρύνω, φέρνω, μεταφέρω, κινώ, κοπανιέμαι, κουνάω πέρα-δώθε, στριφογυρίζω, χορεύω μπούγκι, χορεύω μπίμποπ, ατάραχος, αφοδεύω, έχω λίγη δουλειά, κινώ γη και ουρανό, στρώνω τον κώλο μου, κουνάω τον κώλο μου, παίρνω τον κώλο μου, δεν έχω την παραμικρή αντίδραση, κινώ τα νήματα, δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι, κουνώ το κεφάλι μου, βιάζομαι, πηγαινοέρχομαι, κάνω στην άκρη, μετακίνηση προς τα κάτω, μετακίνηση προς τα πάνω, προθυμοποιούμαι να κάνω κτ, κινητοποιώ, ωθώ, μετακινώ με τα χέρια, κουνάω, κουνώ, περπατάω πλάγια, μετακινώ με βαρούλκο, δεν έχω την παραμικρή αντίδραση σε κτ, χορεύω, μεταφέρω με γερανό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mover
μετακινώ, μεταφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Moví el coche más cerca de casa. Μετακίνησα το αυτοκίνητο πιο κοντά στο σπίτι. |
μετακινώ, κουνάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Movió su ficha cuatro casillas. Μετακίνησε (or: Κούνησε) το πιόνι του τέσσερα κουτάκια μπροστά. |
κουνάω, κουνώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella no movió ni una pestaña cuando él entró en la sala. |
κουνάωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Movió los brazos arriba y abajo. Κούνησε τα χέρια του πάνω-κάτω. |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Es tu turno para jugar. Είναι σειρά σου να παίξεις. |
διακινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos que vender el género antes de que acabe el año fiscal. |
κάνω κλικ σε κπ(μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quiero saber qué te inspira, qué te mueve. |
μετακινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los de la mudanza movieron la mesa un metro hacia la izquierda. Οι μεταφορείς μετακίνησαν το τραπέζι ένα μέτρο αριστερά. |
παρακινώ(κίνητρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στριφογυρίζωverbo transitivo (κυκλικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jugador movió su raqueta de tenis. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν ο Ποσειδώνας κράδαινε την τρίαινά του, προκαλούσε τρικυμία. |
κουνάω, κουνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El médico me pidió que moviera los dedos de los pies. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Γκλεν κούνησε τη μύτη του για να κάνει το παιδάκι να γελάσει. |
κουνιέμαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Te das cuenta de que el cachorro está emocionado porque mueve la cola. |
κουνιέμαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El dedo del maestro se movía en desaprobación. |
ανοιγοκλείνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John movió un párpado con el repentino ruido. |
κουνάω, κουνώ(el rabo, la cola) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El perro meneó la cola cuando su dueño llegó a casa del trabajo. Το σκυλί κουνούσε την ουρά του όταν το αφεντικό του γύρισε στο σπίτι από τη δουλειά. |
αλλάζω θέση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Puedes cambiar los íconos en tu computadora de modo que te resulten más cómodos. El entrenador cambió a los jugadores para equilibrar los equipos. |
ανακατεύω, μπερδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επηρεάζω, πείθω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jessica estaba segura de que tenía razón, pero al final los argumentos de Dawn la influyeron y cambió de opinión. Η Τζέσικα ήταν σίγουρη ότι έχει δίκιο, αλλά τελικά τα επιχειρήματα του Ντον την μετέπεισαν και άλλαξε γνώμη. |
προωθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El viento fuerte impeló al velero. |
τραντάζω, ταρακουνάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El movimiento del remero balanceó el bote. Οι κινήσεις των κωπηλατών ταρακούνησαν (or: τράνταξαν) τη βάρκα. |
παρακινώ, παροτρύνω(κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La noticia va a urgir a la gente a reaccionar. |
φέρνω, μεταφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lleva esta silla a la otra habitación. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Μπορείς να φέρεις, εδώ, εκείνη την καρέκλα; |
κινώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El viento impulsa (or: mueve) las aspas y así se crea electricidad. Ο αέρας κινεί την ανεμογεννήτρια, και έτσι παράγεται ηλεκτρισμός. |
κοπανιέμαι(baile, música) (μτφ: κουνάω απότομα το κεφάλι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A muchos de los fans de la banda les gustaba cabecear en sus conciertos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όταν ήμουν έφηβος, μου άρεσε να πηγαίνω σε συναυλίες και να κοπανιέμαι στον ρυθμό της μουσικής. |
κουνάω πέρα-δώθε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στριφογυρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χορεύω μπούγκι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bailamos toda la noche en la discoteca de los 70. |
χορεύω μπίμποπ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ατάραχοςlocución adverbial (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αφοδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
έχω λίγη δουλειάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κινώ γη και ουρανόexpresión (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si pudiera, movería cielo y tierra para que se ponga bien de nuevo. Αν μπορούσα θα κινούσα γη και ουρανό για να τον κάνω πάλι καλά. Θα κινήσω γη και ουρανό για να επιτύχω τους στόχους μου. |
στρώνω τον κώλο μουlocución verbal (AR, ES, coloquial) (αργκό, χυδαίο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κουνάω τον κώλο μου, παίρνω τον κώλο μουlocución verbal (αργκό, προσβλητικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχω την παραμικρή αντίδρασηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La acusada no movió ni un pelo cuando el fiscal dijo que había intentado cometer un asesinato. |
κινώ τα νήματα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι(figurado) A Jody le gustaría tener algo de ayuda en la cocina, pero Josh nunca mueve un dedo. |
κουνώ το κεφάλι μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Geoff sacudió la cabeza sorprendido por la noticia. |
βιάζομαιlocución verbal (coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηγαινοέρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω στην άκρηlocución verbal (AR, ES, vulgar) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El muy maleducado se negó a correr el culo para dejarme pasar. Ο αγενής άντρας αρνήθηκε να κάνει στην άκρη για να μ' αφήσει να περάσω. |
μετακίνηση προς τα κάτωlocución verbal (informática) (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μετακίνηση προς τα πάνωlocución verbal (informática) (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προθυμοποιούμαι να κάνω κτlocución verbal (figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κινητοποιώ, ωθώ(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El entusiasmo del nuevo director galvanizó al equipo. |
μετακινώ με τα χέριαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Movimos manualmente un piano a un pequeño apartamento que se encontraba en un edificio de cinco plantas. |
κουνάω, κουνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El hombre gritaba y movía el dedo de arriba a abajo. Ο άντρας φώναζε και κουνούσε το δάχτυλό του. |
περπατάω πλάγια
Se movieron hacia el costado a través de los árboles. Περπάτησαν πλάγια μέσα από το ψηλό γρασίδι προς τα δέντρα. |
μετακινώ με βαρούλκο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un helicóptero elevó con un cabrestante a la tripulación del barco a pique. |
δεν έχω την παραμικρή αντίδραση σε κτ(figurado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χορεύωlocución verbal (coloquial) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μεταφέρω με γερανό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Construyeron la sección en otra parte y la movieron con grúa hasta su posición. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mover στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του mover
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.