Τι σημαίνει το movie στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης movie στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του movie στο Αγγλικά.

Η λέξη movie στο Αγγλικά σημαίνει ταινία, σινεμά, ταινία, φιλμ, λεπτό στρώμα, κινηματογραφώ, μεμβράνη, υμένας, κινηματογραφώ, βγαίνω, καλύπτομαι, αλείφω, περιπέτεια, ταινία β' διαλογής, ασπρόμαυρη ταινία, ταινία πορνό, κινηματογράφος, έγχρωμη ταινία, κωμωδία, καλτ ταινία, φαγητό και σινεμά, φαγητό και ταινία, τσόντα, πορνοταινία, δραματική ταινία, σκηνικό, κινηματογραφικό στούντιο, ταινία τρόμου, ηθοποιός κινηματογράφου, λάτρης του σινεμά, λάτρης του κινηματογράφου, κινηματογραφική μηχανή λήψης, φορητή κάμερα, κριτική ταινίας, σκηνή από ταινία, αστέρι του κινηματογράφου, κινηματογράφος, εισιτήριο κινηματογράφου, κινηματογραφικό τρέιλερ, ο κακός, ρόουντ μούβι, ταινία επιστημονικής φαντασίας, ταινία βωβού κινηματογράφου, ταινία με πολύ αίμα, snuff movie, snuff film, θρίλερ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης movie

ταινία

noun (mainly US (film: piece of cinema entertainment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hollywood movies bore me at times. I prefer art films.
Οι ταινίες του Χόλιγουντ με κάνουν να βαριέμαι μερικές φορές. Προτιμώ τις πιο καλλιτεχνικές ταινίες.

σινεμά

plural noun (mainly US, informal (films seen at a cinema)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Are we going to the movies tonight? I've always loved the movies!
Θα πάμε κινηματογράφο απόψε; Πάντα μου άρεσε ο κινηματογράφος.

ταινία

noun (esp. UK (piece of cinema entertainment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The film was about the war in Bosnia.
Το φιλμ ήταν για τον πόλεμο στην Βοσνία.

φιλμ

noun (in old-fashioned cameras)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Yes, son, before there were digital cameras, all cameras used film.
Ναι, γιε μου, πριν τις ψηφιακές μηχανές όλες οι φωτογραφικές μηχανές χρησιμοποιούσαν φιλμ.

λεπτό στρώμα

noun (thin layer)

There was a film of oil coating the lake water.
Ένα λεπτό στρώμα λαδιού κάλυπτε τη λίμνη.

κινηματογραφώ

transitive verb (record as moving images)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The director filmed three scenes of the movie today.
Ο σκηνοθέτης έχει ήδη γυρίσει τρεις σκηνές από την ταινία.

μεμβράνη

noun (plastic covering)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Kate pulled the film off of the cell phone's screen.

υμένας

noun (opaque obstruction)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The old man's eyes were covered in a milky film because of cataracts.

κινηματογραφώ

intransitive verb (record moving images)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The crew is going to begin filming soon.

βγαίνω

intransitive verb (be recorded) (καθομ: αποτέλεσμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The scene filmed well.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η σκηνή της μάχης δεν έχει γυριστεί ακόμα.

καλύπτομαι

intransitive verb (become coated with a thin layer) (με λεπτό στρώμα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
With the oil on it, the lake filmed over quickly.

αλείφω

transitive verb (dated (coat in a thin layer) (με λεπτό στρώμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Just film the skin with a thin layer of cream.

περιπέτεια

noun (film focussed on action sequences) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tony is watching an action movie.

ταινία β' διαλογής

noun (low-quality film)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ασπρόμαυρη ταινία

noun (movie: without colour)

I love watching silents, those old black-and-white films with no sound.

ταινία πορνό

noun (figurative, informal (pornographic film)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κινηματογράφος

noun (mainly UK (venue where films are shown)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Matinee shows are usually cheaper than evening shows at the cinema. The film will be in cinemas from next Friday.
Οι απογευματινές παραστάσεις είναι συνήθως πιο φτηνές σε σύγκριση με τις βραδυνές στον κινηματογράφο. Η ταινία θα βγει στους κινηματογράφους από την επόμενη Παρασκευή.

έγχρωμη ταινία

noun (cinema: movie in color)

κωμωδία

noun (US, colloquial (humorous film)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλτ ταινία

noun (film: enthusiastic fan base)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φαγητό και σινεμά, φαγητό και ταινία

noun (informal, US (entertainment: meal and cinema)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Our first date was very traditional -- dinner and a movie.

τσόντα, πορνοταινία

noun (informal (pornographic film) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The boys hid the dirty movie under the mattress so their mom wouldn't find it.

δραματική ταινία

noun (fictional film with serious theme)

σκηνικό

noun (movie set)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κινηματογραφικό στούντιο

noun (movie company)

ταινία τρόμου

noun (scary, gory film)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I can't watch a horror movie at night, I get too scared.

ηθοποιός κινηματογράφου

noun (film star)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Movie stars are a dime a dozen, it's rare to see a movie actor with the skill to move an audience in so subtle a motion.

λάτρης του σινεμά, λάτρης του κινηματογράφου

noun (US, informal (person who loves cinema)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The Internet Movie Database is an invaluable resource for any movie buff.

κινηματογραφική μηχανή λήψης

noun (motion-picture camera)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lawrence of Arabia was filmed using the larger 35mm format movie camera.

φορητή κάμερα

noun (handheld camcorder)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Movie cameras for amateurs being sold now are exclusively in digital format.

κριτική ταινίας

noun (critique of a film)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I rarely read movie reviews: I prefer to make my own judgements.

σκηνή από ταινία

noun (set piece in a film)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αστέρι του κινηματογράφου

noun (famous film actor)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Now that he was a movie star everybody wanted to give him things for free.

κινηματογράφος

noun (US (cinema auditorium)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We decided to meet in front of the movie theater fifteen minutes before the show began.
Αποφασίσαμε να συναντηθούμε μπροστά απ' τον κινηματογράφο δεκαπέντε λεπτά πριν ξεκινήσει η προβολή.

εισιτήριο κινηματογράφου

noun (slip allowing entry to cinema)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κινηματογραφικό τρέιλερ

noun (advertisement for a feature film)

They showed a lot of movie trailers before the main feature.

ο κακός

noun (informal, US (cinema: villain) (χαρακτήρας, σινεμά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The late Heath Ledger portrayed the movie's bad guy in 'The Dark Knight'.

ρόουντ μούβι

noun (film about a journey) (κινηματογράφος)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Easy Rider is a well-known example of a road movie.

ταινία επιστημονικής φαντασίας

noun (film: speculative, futuristic)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
We went to see a science fiction movie called Star Wars.

ταινία βωβού κινηματογράφου

noun (movie without sound)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The silent movie era was quite short: roughly 1900 to 1930.

ταινία με πολύ αίμα

noun (violent or gory horror film)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

snuff movie, snuff film

noun (film: shows real deaths)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

θρίλερ

noun (mainly US (suspense film) (ταινία)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του movie στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του movie

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.