Τι σημαίνει το muy bien στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης muy bien στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του muy bien στο ισπανικά.
Η λέξη muy bien στο ισπανικά σημαίνει πολύ καλά, μάλιστα, εντάξει, εξαιρετικά, γίνομαι αμέσως κολλητός με κπ, πολύ καλά, καλά, τέλεια, με θόρυβο, που κάνει θόρυβο, που κάνει φασαρία, εντάξει, εντάξει, πάσο, πολύ καλά, Σωστά!, Μπράβο!, εντάξει, καλά, ωραία, μπράβο, κπ που δεν έχει καλή απόδοση, μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ, μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ, είμαι όλα τα λεφτά, τα σπάω, τα πάω περίφημα, Μπράβο!, Συγχαρητήρια!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης muy bien
πολύ καλάlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Tapó el agujero de la pared muy bien; nunca sabrías que estuvo allí. Μπάλωσε πολύ καλά την τρύπα στον τοίχο, δεν θα καταλάβαινες ποτέ ότι ήταν εκεί. |
μάλιστα, εντάξει
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
εξαιρετικάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El joven director ejecutivo es nuevo, pero ya está muy bien considerado. Ο νεαρός CEO είναι καινούργιος, αλλά ήδη τον σέβονται πολύ. |
γίνομαι αμέσως κολλητός με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολύ καλάinterjección Muy bien, entonces; podés salir esta noche, pero tenés que estar en casa a las 12. Πολύ καλά λοιπόν, μπορείς να βγεις απόψε, αλλά πρέπει να είσαι σπίτι μέχρι τα μεσάνυχτα. |
καλάlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El nuevo programador está muy bien pagado. Ο νέος προγραμματιστής πληρώνεται πολύ καλά. |
τέλειαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo hiciste muy bien. Τα πήγες πολύ καλά. |
με θόρυβο, που κάνει θόρυβο, που κάνει φασαρία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los chicos la estaban pasando muy bien, pero los vecinos no podían dormir. Τα παιδιά διασκέδαζαν φασαριόζικα και οι γείτονες δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. |
εντάξειlocución interjectiva (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Muy bien, vayamos al bar. Εντάξει, ας πάμε στην παμπ. |
εντάξει, πάσοinterjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Si es lo que realmente quieres, muy bien. Εάν πραγματικά αυτό θέλεις, εντάξει (or: πάσο). |
πολύ καλά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Τα πήγες πολύ καλά στο τεστ των Αγγλικών σου. |
Σωστά!
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Μπράβο!
|
εντάξει, καλά, ωραίαinterjección (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¡Muy bien! Nos vemos por la mañana. Εντάξει τότε, θα σε δω το πρωί. |
μπράβοinterjección (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ya has perdido muchos kilos, ¡muy bien! |
κπ που δεν έχει καλή απόδοση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El estudiante era muy malo en su clase de inglés. |
μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Trae una excelente recomendación; Don Julio habla muy bien de usted. |
μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La profesora de mi hijo habla muy bien de él. Dice que es muy buen alumno. Η δασκάλα του γιου μου μιλάει με τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Λέει ότι είναι εξαίρετος μαθητής. |
είμαι όλα τα λεφτά, τα σπάωlocución verbal (μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα πάω περίφημαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Al principio era un poco lento pero ahora le está yendo muy bien. Άργησε να πάρει μπρος αλλά τα πάει περίφημα τώρα. |
Μπράβο!, Συγχαρητήρια!(ειρωνικό) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του muy bien στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του muy bien
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.