Τι σημαίνει το nada στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης nada στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nada στο ισπανικά.

Η λέξη nada στο ισπανικά σημαίνει γεννιέμαι, γεννιέμαι, χαράζω, ξημερώνω, αναμένεται να γεννηθεί, έρχομαι, γεννιέμαι, γεννιέμαι, φυτρώνω, στη μέση του πουθενά, τίποτα, μηδέν, τίποτα, τίποτα, μηδέν, τίποτα, τίποτα, τίποτα, ανυπαρξία, τίποτα, τίποτα, μηδέν, τίποτα, απώλεια αισθήσεων, απώλεια συνείδησης, τίποτα, μηδέν, τίποτα, τίποτα, τίποτα, βρακί, τίποτα, τίποτε, μηδέν, κενό, τίποτα, τίποτα, μηδέν, κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάς, κολυμπάω, κολυμπώ, κολύμπι, διασχίζω κολυμπώντας, κολύμπι, κάνω μπάνιο, γεννημένος στα πλούτη, γεννημένος για κτ, γεννημένος σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης nada

γεννιέμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La Internet no nació de repente. Es el resultado de décadas de investigación y desarrollo.

γεννιέμαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jane nació en marzo.
Η Τζέιν γεννήθηκε τον Μάρτιο.

χαράζω, ξημερώνω

verbo intransitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nace una nueva era tecnológica.
Μια νέα εποχή ξημερώνει στην τεχνολογία.

αναμένεται να γεννηθεί

verbo intransitivo (το μωρό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El bebé nacerá a fines de este mes.
Το μωρό αναμένεται να γεννηθεί στο τέλος του μήνα.

έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Presientes cuándo nacerá tu bebé?
Μπορείς να προαισθανθείς πότε έρχεται το μωρό;

γεννιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γεννιέμαι, φυτρώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En la mente de Lacey empezó a surgir una idea.
Η ιδέα άρχισε να γεννιέται στο μυαλό της Λέισι.

στη μέση του πουθενά

nombre femenino (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Richar vivió en el medio de la nada.

τίποτα, μηδέν

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τίποτα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τίποτα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
No me importa nada si te sentís mal, vas a ir igual.

μηδέν

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τίποτα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τίποτα

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
No, no tengo nada en los bolsillos.
Όχι, δεν έχω τίποτα στις τσέπες μου.

τίποτα

nombre femenino

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

ανυπαρξία

(έλλειψη ύπαρξης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mientras caminábamos por el desierto, el sonido se convertía en nada.

τίποτα

nombre femenino

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Hicimos todos nuestros esfuerzos para nada.
Όλες μας οι προσπάθειες κατέληξαν στο τίποτα.

τίποτα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuidé a mi hermana durante dos horas y no obtuve nada por cuidarla ese tiempo.

μηδέν

nombre femenino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Todo lo que el proyecto había progresado durante la semana se convirtió en nada por la incompetencia del equipo.

τίποτα

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Nada puede pararme para conseguir lo que quiero.
Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει από το να πάρω αυτό που θέλω.

απώλεια αισθήσεων, απώλεια συνείδησης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La víctima del accidente recordaba haber tenido un sentimiento de mareo y después nada.
Το θύμα του ατυχήματος θυμόταν ότι ένιωσε ζαλάδα αρχικά κι έπειτα ένα κενό.

τίποτα

pronombre (μεταφορικά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
"¿Qué ocurre?". "No es nada".
«Τι τρέχει;» «Α, δεν είναι τίποτα.»

μηδέν

nombre femenino

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Después del último retiro, mi cuenta bancaria se quedó en nada.
Ο τραπεζικός μου λογαριασμός μειώθηκε στο μηδέν μετά την τελευταία ανάληψη.

τίποτα

pronombre

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
No escuché nada.
Δεν άκουσα κάτι.

τίποτα

pronombre (coloquial) (ανεπίσημο, μεταφορικά)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
¿Puedes comerte dos perros calientes? ¡Eso no es nada! Yo puedo comerme cuatro de una vez.
Έφαγες δύο χοτ ντογκ; Αυτό δεν είναι τίποτα! Μπορώ να φάω τέσσερα στην καθισιά μου.

τίποτα

nombre femenino

¿Crees que el universo fue creado de la nada?
Πιστεύεις ότι το σύμπαν δημιουργήθηκε από το τίποτα (or: μηδέν);

βρακί

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No puedo ir de fiesta esta noche, ¡no tengo nada que ponerme!
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν μπορώ να πάω στο πάρτι το βράδυ· δεν έχω ούτε βρακί να βάλω! Ο εισβολέας δε φορούσε ούτε βρακί πάνω του όταν άρχισε να τρέχει μέσα στο γήπεδο.

τίποτα, τίποτε

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿No hay nada que pueda hacer para ayudarte?

μηδέν

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Derrotamos al equipo visitante tres a cero.

κενό

(emocional) (αίσθημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los días se continuaban en una infinita procesión de vacío.

τίποτα

(figurado, dinero)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τίποτα

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Sam se vació los bolsillos. "Nada", dijo. "¡Cero!".
Ο Σαμ γύρισε προς τα έξω τις τσέπες του. «Τίποτα», είπε. «Δεν έχω μία!»

μηδέν

(persona)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
De los treinta alumnos que rindieron el examen, nadie aprobó.

κανένα πρόβλημα, δεν πειράζει, δεν κάνει τίποτα, μην το συζητάς

interjección

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nada, ¡olvídalo! En serio, no fue nada.
Μην το συζητάς! Δεν ήταν τίποτα. Μην το συζητάς! Δε μου χρωστάς τίποτα.

κολυμπάω, κολυμπώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ayer nadé hasta la isla.
Κολύμπησα ως το νησάκι χτες.

κολύμπι

(δραστηριότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nadar refresca el cuerpo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η κολύμβηση γυμνάζει ολόκληρο το σώμα.

διασχίζω κολυμπώντας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alguien nadó el Canal de la Mancha el verano pasado, ¿no?

κολύμπι

(άθλημα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La natación es una de mis actividades favoritas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο ξάδελφός μου ήταν πρωταθλητής κολύμβησης στο ύπτιο.

κάνω μπάνιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En la época victoriana, la gente se bañaba a menudo en la orilla del mar.
Οι Βικτωριανοί συχνά κολυμπούσαν στην παραλία.

γεννημένος στα πλούτη

locución verbal (riqueza)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γεννημένος για κτ

γεννημένος σε κτ

Nació con fortuna; su padre era un exitoso empresario industrial.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nada στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του nada

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.