Τι σημαίνει το objetivo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης objetivo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του objetivo στο ισπανικά.

Η λέξη objetivo στο ισπανικά σημαίνει σκοπός, στόχος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, σκοπός, στόχος, φακός, αντικειμενικός, αποστολή, σκοπός, στόχος, σκοπός, στόχος, επιδίωξη, σκοπός, στόχος, αποστασιοποιημένος, αμερόληπτος, αντικειμενικός, ψύχραιμος, σκοπός, σκοπός, στόχος, κίνητρο, αντικειμενικός, ανεπηρέαστος, σκοπός, μοτίβο, προσγειωμένος, χρησιμότητα, σκοπός, στόχευση, στοχοποιημένος, υποκειμενικός, στοχεύω σε, για να, προκειμένου, συγκεκριμένος σκοπός, συγκεκριμένος στόχος, τελική χρήση, κάλυμμα φακού κάμερας, αντικειμενική άποψη, απώτερος σκοπός, κοινό, αγορά, προσδοκώμενη τιμή, επαγγελματικός στόχος, matte box, κινούμενος στόχος, στρατηγικός προσανατολισμός, ομάδα στόχος, ομάδα-στόχος, πληθυσμός στόχος, πληθυσμός-στόχος, στόχος μαθήματος, φωτογραφική μηχανή μονοοπτικού ρεφλέξ, αντικρουόμενα συμφέροντα, απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός, πετυχαίνω τους στόχους μου, έχω βλέψεις για κτ/κπ, κατευθύνομαι προς, εστιάζω, άστοχος, προς το στόχο, σχεδιάζω, στοχεύω σε, αποσκοπώ σε, αποβλέπω σε, εστιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης objetivo

σκοπός, στόχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El objetivo de las conversaciones es encontrar una solución pacífica a la crisis.
Ο σκοπός των συζητήσεων είναι να βρεθεί μια ειρηνική λύση για την κρίση.

αντικειμενικός, αμερόληπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los científicos deben ser objetivos cuando revisen datos.
Οι ερευνητές πρέπει να είναι αμερόληπτοι όταν αξιολογούν δεδομένα.

σκοπός, στόχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La meta de la investigación es determinar quién filtró los secretos.
Ο σκοπός (or: στόχος) της συζήτησης ήταν να βρεθεί ποιος άφησε να διαρρεύσουν τα μυστικά.

φακός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Harry compró un lente nuevo para su cámara antes de su viaje.
Ο Χάρυ αγόρασε έναν καινούριο φακό για τη φωτογραφική του πριν από το ταξίδι του.

αντικειμενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
James dijo lo que había visto de manera objetiva.

αποστολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Para Ryan su objetivo era ser excelente en todas sus clases.
Ο Ράιαν έκανε σκοπό της ζωής του να αριστεύσει σε όλα του τα μαθήματα.

σκοπός, στόχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El objetivo de Henry es convertirse en CEO antes de cumplir treinta y cinco.
Ο σκοπό του Χένρυ είναι να γίνει CEO μέχρι τα τριανταπέντε του.

σκοπός, στόχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
No debemos olvidar el objetivo de este ejercicio.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε τον σκοπό αυτής της άσκησης.

επιδίωξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hacerse rica era el objetivo de Zoe.

σκοπός, στόχος

nombre masculino (λόγος ύπαρξης)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El propósito del ejército es el de proteger al pueblo.
Ο σκοπός (or: στόχος) του στρατού είναι να προστατεύει τον λαό.

αποστασιοποιημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Roberto no reaccionó ante los dramáticos eventos y parecía completamente indiferente.
Ο Ρόμπερτ δεν αντέδρασε καθόλου απέναντι στα δραματικά γεγονότα· έμοιαζε τελείως αποστασιοποιημένος.

αμερόληπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αντικειμενικός

(δίκαιος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ψύχραιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Incluso bajo presión, ella siempre tiene una respuesta calma.
Ακόμα και υπό πίεση κατορθώνει πάντα να παραμένει ψύχραιμη.

σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Cuál es el propósito de este viaje a la tienda?
Τι σκοπό έχει αυτή η βόλτα στο μαγαζί;

σκοπός, στόχος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una de las metas de este sitio web es ayudar a las personas a aprender idiomas.
Μία από τις επιδιώξεις αυτής της σελίδας είναι να βοηθήσει τον κόσμο να μάθει γλώσσες.

κίνητρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La policía todavía intenta entender el móvil del asesino.
Η αστυνομία ακόμη προσπαθεί να διαλευκάνει το κίνητρο του δολοφόνου.

αντικειμενικός, ανεπηρέαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi propósito en la vida es servirle al prójimo.
Ο σκοπός της ζωής μου είναι να υπηρετώ τους άλλους.

μοτίβο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El tema central de su vida era su deseo de mantener a su familia.

προσγειωμένος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La personalidad práctica de Janice es ideal para el puesto de gerente.

χρησιμότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cuál es el propósito de este programa?
Ποια είναι η χρησιμότητα αυτού του προγράμματος;

σκοπός

(επίτευξη στόχου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Con qué fin estamos haciendo todo esto?
Με ποιο σκοπό τα κάνουμε όλα αυτά;

στόχευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Es necesaria una cuidadosa puntería para garantizar que los misiles solo caigan en bases militares.

στοχοποιημένος

(για επίθεση)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

υποκειμενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στοχεύω σε

(μεταφορικά)

Jack pretende convertirse en el presidente de la empresa algún día.
Ο Τζακ επιδιώκει να γίνει ο πρόεδρος της εταιρείας κάποια μέρα.

για να

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Para no llegar tarde, Jerry salió temprano.
Ο Τζέρι έφυγε νωρίς από το σπίτι για να μην αργήσει.

προκειμένου

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Con el objetivo de aumentar las ventas, nuestro departamento tiene que trabajar duro este mes.
Προκειμένου να αυξήσουμε τις πωλήσεις, το τμήμα μας πρέπει να εργαστεί σκληρά αυτόν τον μήνα.

συγκεκριμένος σκοπός, συγκεκριμένος στόχος

nombre masculino

Cada una de tus lecciones debería tener un objetivo particular. Nos vamos a reunir hoy sin un objetivo particular, veremos qué pasa.

τελική χρήση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se realizó un festival con el fin último de recaudar fondos para los damnificados en la catástrofe.

κάλυμμα φακού κάμερας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No podía sacar la foto porque la tapa del objetivo todavía estaba puesta.

αντικειμενική άποψη

La gente acude a un juez porque quiere un punto de vista objetivo.

απώτερος σκοπός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El objetivo final de esta presentación es mostrarles cómo nos afecta a todos el calentamiento global.

κοινό

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitamos definir nuestro público objetivo para vender estas carteras de cuero.

προσδοκώμενη τιμή

locución nominal masculina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επαγγελματικός στόχος

matte box

(fotografía) (φωτογραφική μηχανή)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κινούμενος στόχος

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Con esa escopeta jamás le darás a un objetivo en movimiento.

στρατηγικός προσανατολισμός

locución nominal masculina

ομάδα στόχος, ομάδα-στόχος

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πληθυσμός στόχος, πληθυσμός-στόχος

locución nominal femenina (για έρευνα)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

στόχος μαθήματος

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Los objetivos de aprendizaje incluyen la adquisición de habilidades, y la capacidad de aplicar conceptos.

φωτογραφική μηχανή μονοοπτικού ρεφλέξ

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντικρουόμενα συμφέροντα

απώτερος στόχος, απώτερος σκοπός

πετυχαίνω τους στόχους μου

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nunca alcanzarás tu objetivo si no trabajas duro.
Δεν θα πετύχεις ποτέ τους στόχους σου χωρίς σκληρή δουλειά.

έχω βλέψεις για κτ/κπ

locución verbal (objetivo meta)

κατευθύνομαι προς

(aeronave)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los pilotos de avión usan radares, la velocidad y dirección del viento, y los reportes de tráfico aéreo para dirigirse a su aeropuerto de destino.

εστιάζω

(aeronave)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

άστοχος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προς το στόχο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía aspira a expandirse a mercados internacionales en el futuro.

στοχεύω σε, αποσκοπώ σε, αποβλέπω σε

Los estudiantes aspiran a obtener buenas notas en los exámenes.
Οι μαθητές επιδιώκουν υψηλούς βαθμούς κατά τη διάρκεια των εξετάσεων.

εστιάζω

(arma, misil)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El misil usa un sensor para centrar el objetivo en su blanco.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του objetivo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.