Τι σημαίνει το owner στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης owner στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του owner στο Αγγλικά.

Η λέξη owner στο Αγγλικά σημαίνει ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτρια, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτρια, πραγματικός δικαιούχος, συνιδιοκτήτης, κύριος των δεδομένων, ιδιοκτήτης σκύλου, ιδιοκτήτης συνεργείου αυτοκινήτων, ιδιοκατοίκησης, ένοικος σε ιδιόκτητη κατοικία, προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια, προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια, ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας, ιδιοκτήτης σκλάβων, ιδιοκτήτης καταστήματος, ιδιοκτήτρια καταστήματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης owner

ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτρια

noun (one with legal title to [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Who is the owner of that car?
Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης αυτού του αυτοκινήτου;

ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτρια

noun (business: proprietor)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Only the business owner can make hiring decisions.
Μόνο ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης μπορεί να αποφασίζει για τις προσλήψεις.

πραγματικός δικαιούχος

noun (claims returns of a property) (νομική: άτομο)

συνιδιοκτήτης

noun ([sb] who owns [sth] jointly) (ιδιοκτήτης από κοινού)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mrs. Smith is one of the co-owners of the restaurant, along with her daughter.

κύριος των δεδομένων

noun ([sb] to whom information belongs)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιδιοκτήτης σκύλου

noun ([sb] who owns one or more dogs)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Dog owners are requested not to allow their animals to foul the park.
Οι ιδιοκτήτες των σκύλων καλούνται να μην αφήνουν τα ζώα τους να βρομίζουν το πάρκο.

ιδιοκτήτης συνεργείου αυτοκινήτων

noun (car mechanic)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ιδιοκατοίκησης

adjective (property owner stays there) (σε γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ένοικος σε ιδιόκτητη κατοικία

noun (UK ([sb] who owns the home they live in)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια

noun (former proprietor or keeper)

The previous owner of my house painted the walls of one bedroom hot pink.

προηγούμενος ιδιοκτήτης, προηγούμενη ιδιοκτήτρια

noun (person [sth] belonged to before)

ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας

noun ([sb] who owns a building or land)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ιδιοκτήτης σκλάβων

noun (person: keeps captive worker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ιδιοκτήτης καταστήματος, ιδιοκτήτρια καταστήματος

noun (US (proprietor of a shop)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του owner στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του owner

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.