Τι σημαίνει το plaque στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης plaque στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plaque στο Γαλλικά.
Η λέξη plaque στο Γαλλικά σημαίνει επιμεταλλωμένος, πλάκα, επιμεταλλωμένος, φωτογραφική πλάκα, διακριτικό, πλάκα, επενδεδυμένο με καπλαμά, γείσο, ακουμπώ, μάτι, κάλυμμα πρίζας, καρτελάκι, λαμαρίνα, πινακίδα, τεκτονική πλάκα, χιλιάρικο, επενδύω με καπλαμά, επιμεταλλώνω, κάνω τάκλιν σε κπ, πλαστικοποιώ, ακινητοποιώ, διαλύω αρραβώνα, απορρίπτω, εγκαταλείπω, τα παρατάω, εγκαταλείπω, παρατάω, παρατώ, παρατάω, παρατώ, παρατάω, προσγειώνω κτ με την κοιλιά, κολλάω, κόβω σε πλάκες, κομμάτι, τμήμα, μεταλλικό έλασμα, φύλλο μετάλλου, κόμβος, επάργυρος, με φινίρισμα από δρυ, ανακριβής, που χρωματίζει την πλάκα, πλακέτα, φρεάτιο, μάτι, γυψοσανίδα, χαλύβδινο έλασμα, ινοσανίδα, ινόπλακα, πινακίδα, γυψοσανίδα, πινακίδα, επιγραφή, σιδηροτυπία, οδοντική πλάκα, μάτι/εστία κουζίνας, στρατιωτική ταυτότητα, υαλοπίνακας, φύλλο γυαλιού, λαμαρίνα, επίστρωση αργύρου, χαλύβδινη πλάκα, αριθμός κυκλοφορίας, λαμαρίνα, προστατευτικό κουζίνας, επαγωγική εστία, γυψοσανίδα, πινακίδα, φαλάκρα, πλάτη τζακιού, τελική πλάκα, βάση, δεν πιάνω το νόημα, δεν πετυχαίνω τον στόχο, πλάκα, περιστρεφόμενη πλατφόρμα, μάτι, ματάκι, ταυτότητα στρατιώτη, πρίζα, που έχει πέσει έξω, από γυψοσανίδα, επίχρυσος, λανθασμένος, πινακίδα, αναμνηστική πλάκα, αναμνηστική πλακέτα, κέντρο εμπορικής δραστηριότητας, επίκεντρο εμπορικής δραστηριότητας, τελική πλάκα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης plaque
επιμεταλλωμένοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πλάκαnom féminin (en métal) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le conseil a posé une plaque sur le trou dans la rue. Το συμβούλιο έβαλε μια πλάκα πάνω από την τρύπα στον δρόμο. |
επιμεταλλωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Son bijou, c'est du plaqué, pas de l'or massif. Το κόσμημά της ήταν επίχρυσο και όχι από ατόφιο χρυσάφι. |
φωτογραφική πλάκαnom féminin (Photographie) Le photographe a changé de plaque. |
διακριτικό
(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) L'insigne sur sa veste symbolise un dévouement exemplaire aux œuvres caritatives. Το διακριτικό σε αυτό το γιλέκο συμβολίζει ένα καταπληκτικό επίτευγμα σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες. |
πλάκα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un bloc de pierre couvrait l'entrée. |
επενδεδυμένο με καπλαμά(bois) (για ξύλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γείσοnom féminin (dans une cheminée) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακουμπώadjectif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La planche était plaquée contre le mur de la maison. |
μάτιnom féminin (Cuisine) (μεταφορικά: κουζίνας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mets la casserole sur la plaque et chauffe doucement pendant cinq minutes. |
κάλυμμα πρίζας(prise,...) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
καρτελάκι(en carton, pour vêtements, objets) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peter a accroché une étiquette à la valise pour être sûr de récupérer la bonne au tapis roulant. |
λαμαρίναnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les plaques de cuisson antiadhésives sont bien plus facile à nettoyer. Placez le poisson sur la plaque et mettez-la la dans le four. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα αντικολλητικά ταψιά είναι πολύ ευκολότερα στο καθάρισμα. |
πινακίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τεκτονική πλάκαnom féminin |
χιλιάρικο(États-Unis) (1.000 δολάρια) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ma voiture d'occasion ne m'a coûté que mille dollars. Το μεταχειρισμένο αυτοκίνητό μου κόστισε μόνο ένα χιλιάρικο. |
επενδύω με καπλαμάverbe transitif (recouvrir de placages) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le menuisier a plaqué la table. |
επιμεταλλώνω(or) (κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La décoration était dorée. |
κάνω τάκλιν σε κπverbe transitif (Rugby) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le joueur de rugby a plaqué un joueur de l'équipe adverse, le jetant à terre. Ο παίκτης του ράγκμπι έκανε τάκλιν σε ένα μέλος της αντίπαλης ομάδας ρίχνοντάς τον στο έδαφος. |
πλαστικοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ακινητοποιώverbe transitif (contre le mur, au sol) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le policier a plaqué le suspect au sol. |
διαλύω αρραβώνα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απορρίπτω, εγκαταλείπωverbe transitif (familier) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vient de plaquer sa petite amie. |
τα παρατάω, εγκαταλείπωverbe transitif (familier) (ΗΒ, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ali a l'intention de laisser tomber son boulot dès qu'il aura obtenu sa maîtrise de lettres. |
παρατάω, παρατώverbe transitif (familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il est malheureux depuis que sa copine l'a plaqué (or: largué). ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Μαρκ είναι χάλια από τότε που τον παράτησε η κοπέλα του. |
παρατάω, παρατώverbe transitif (familier) (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry n'arrêtait pas de se disputer avec sa copine, donc il l'a larguée. Ο Χάρυ διαπίστωσε πως μάλωνε συνέχεια με το κορίτσι του, οπότε την παράτησε. |
παρατάωverbe transitif (familier : un amoureux) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andy ne sort plus avec Gwen : elle l'a plaqué depuis belle lurette. |
προσγειώνω κτ με την κοιλιάverbe transitif (un avion) (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le pilote a plaqué son avion. |
κολλάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Colin lissa ses cheveux avec de la gomina. |
κόβω σε πλάκες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κομμάτι, τμήμα(de verglas) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Angela dérapa sur une plaque de verglas. Η Άντζελα πάτησε ένα κομμάτι πάγου και γλίστρησε. |
μεταλλικό έλασμα, φύλλο μετάλλου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je faisais autrefois marcher une machine qui pliait la tôle en différentes formes. |
κόμβος(δραστηριότητας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le marché était le centre de la ville. Η αγορά ήταν το κέντρο της πόλης. |
επάργυρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με φινίρισμα από δρυ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ma cuisine intégrée est du plaqué chêne. |
ανακριβήςlocution adjectivale (familier) (η εικασία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που χρωματίζει την πλάκα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλακέταnom féminin (αναμνηστική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Une plaque commémorative sur le bâtiment indique que Byron y a habité. Υπάρχει μια πλακέτα στο κτίριο που γράφει ότι ο Μπάιρον κάποτε ζούσε εκεί. |
φρεάτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous avons visité les bouches d'égout utilisées lors de la guerre du Vietnam. |
μάτιnom féminin (κουζίνα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γυψοσανίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαλύβδινο έλασμαnom féminin (για κατασκευή λέβητα) |
ινοσανίδα, ινόπλακα(υλικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πινακίδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γυψοσανίδα(κατασκευές, οικοδομές) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πινακίδα, επιγραφήnom féminin (σε εξώπορτα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σιδηροτυπίαnom féminin (τεχνική φωτογραφίας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οδοντική πλάκαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si la plaque dentaire n'est pas enlevée régulièrement, elle peut provoquer des caries et la gingivite. |
μάτι/εστία κουζίναςnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρατιωτική ταυτότηταnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υαλοπίνακας, φύλλο γυαλιούnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαμαρίναnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επίστρωση αργύρουnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαλύβδινη πλάκαnom féminin |
αριθμός κυκλοφορίας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Une plaque d'immatriculation personnalisée peut coûter plus cher qu'une voiture. Dans certains États américains, seule la plaque d'immatriculation arrière est obligatoire. Οι προσωποποιημένοι αριθμοί κυκλοφορίας ορισμένες φορές στοιχίζουν περισσότερο από ένα αυτοκίνητο. Σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ τα αυτοκίνητα υποχρεούνται να φέρουν τον αριθμό κυκλοφορίας μόνο πίσω. |
λαμαρίναnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προστατευτικό κουζίναςnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επαγωγική εστίαnom féminin Ils ont installé dans leur restaurant deux nouvelles plaques à induction. |
γυψοσανίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πινακίδαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les vieilles plaques de rues sont émaillées. |
φαλάκρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλάτη τζακιούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τελική πλάκαnom féminin (d'une mine) |
βάση(Industrie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δεν πιάνω το νόημαlocution verbale (familier) Tu es à côté de la plaque : ce n'est pas une histoire de salaire, mais de conditions. |
δεν πετυχαίνω τον στόχο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πλάκαnom féminin (δοντιών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'hygiéniste va maintenant enlever votre plaque dentaire. Ο ειδικός υγιεινής θα αφαιρέσει τώρα την πλάκα από τα δόντια του. |
περιστρεφόμενη πλατφόρμαnom féminin (Transport) |
μάτι, ματάκιnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταυτότητα στρατιώτηnom féminin (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρίζαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που έχει πέσει έξω(figuré : inexact, se tromper) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ton estimation n'était pas loin du compte. |
από γυψοσανίδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επίχρυσοςlocution adjectivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λανθασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
πινακίδαnom féminin (οχήματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναμνηστική πλάκα, αναμνηστική πλακέταnom féminin (από μπρούτζο) |
κέντρο εμπορικής δραστηριότητας, επίκεντρο εμπορικής δραστηριότητας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τελική πλάκαnom féminin (Biologie) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plaque στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του plaque
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.