Τι σημαίνει το position στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης position στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του position στο Αγγλικά.
Η λέξη position στο Αγγλικά σημαίνει θέση, κατάλληλη θέση, θέση, θέση, στάση, θέση, θέση, θέση, θέση, ποζισιόν, θέση, τοποθετώ, εναλλακτικό σχέδιο, τέταρτη θέση, κατακτώ θέση, κερδίζω θέση, μένω εκεί, μένω εκεί που είμαι, σε ετοιμότητα, ηγετική θέση, κοινωνικός ξεπεσμός, στάση του λωτού, θέση στην αγορά, ιεραποστολική στάση, χορευτική στάση όπου οι παρτενέρ κρατιούνται από τα χέρια χωρίς να έχουν σωματική επαφή, ανοιχτό ακόρντο, pole position, pole position, δήλωση, αναφορά, φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, κοινωνική θέση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης position
θέσηnoun (location) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) From his position on the ladder, Henry could see far. Από τη θέση του στη σκάλα, ο Χένρι μπορούσε να δει μακριά. |
κατάλληλη θέσηnoun (correct location) The ladder is in position for use. Η σκάλα είναι στην κατάλληλη θέση για χρήση. |
θέσηnoun (opinion) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) George has made his position clear. Ο Γιώργος ξεκαθάρισε τη θέση του. |
θέσηnoun (source of power, opportunity) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Troy uses his position for personal gain. Ο Τρόι χρησιμοποιεί τη θέση του για προσωπικό όφελος. |
στάσηnoun (posture) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Her body was in an uncomfortable position. |
θέσηnoun (job) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Steve hopes for a position in sales. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι μεγάλη εταιρεία, όλο και κάποια θέση θα υπάρχει για σένα. |
θέσηnoun (situation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The vote leaves some legislators in an awkward position. |
θέσηnoun (strategic military location) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The platoon chose a position on a hill. |
θέσηnoun (chess pieces) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gary moved his pawn into a favourable position. |
ποζισιόνnoun (ballet posture) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The dancers returned to first position. |
θέσηnoun (sports: player location) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My nephew is a keen footballer, but I'm not sure what position he plays. |
τοποθετώtransitive verb (put in place) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He positioned the car carefully. |
εναλλακτικό σχέδιοnoun (alternate plan) What's our fallback position if this campaign doesn't work either? |
τέταρτη θέσηnoun (4th place, 4th prize) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κατακτώ θέση, κερδίζω θέση(advance) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
μένω εκεί, μένω εκεί που είμαιverbal expression (stay in place) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Just hold your position till I arrive. |
σε ετοιμότηταadverb (placed so as to be ready for action) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The athletes were in position on the starting line ready for the race to begin. |
ηγετική θέσηnoun (competitive advantage) First quarter sales figures confirmed our copany's leading position in the market. |
κοινωνικός ξεπεσμόςnoun (decrease in status) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) What upset him most was not the loss of his fortune but the resulting loss of social position. |
στάση του λωτούnoun (cross-legged sitting position) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I learned the lotus position in Yoga class. Meditation is often carried out sitting in the lotus position. Έμαθα τη στάση του λωτού στο μάθημα της γιόγκας. Ο διαλογισμός συχνά γίνεται στη στάση του λωτού. |
θέση στην αγοράnoun (relative commercial success) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The company's market position has slipped in recent years. |
ιεραποστολική στάσηnoun (sex position: man on top of woman) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Most mammals use a rear-entry position for sex; humans prefer the missionary position. |
χορευτική στάση όπου οι παρτενέρ κρατιούνται από τα χέρια χωρίς να έχουν σωματική επαφήnoun (dance: foot position) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ανοιχτό ακόρντοnoun (music: chord arrangement) |
pole positionnoun (starting place: front of the grid) (σε αγώνα αυτοκινήτων) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) In today's qualifying session, he earned pole position for tomorrow's big race. |
pole positionnoun (racing: inside track) |
δήλωση, αναφοράnoun (study or report on policy) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) According to this position paper, the US economy will collapse unless the government steps in. |
φέρνω κπ σε δύσκολη θέσηverbal expression (cause [sb] social embarrassment) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Her thoughtless remarks about Janet put us all in an awkward position. Τα απερίσκεπτα σχόλιά της για την Τζάνετ μας έφεραν όλους σε δύσκολη θέση. |
κοινωνική θέσηnoun (standing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The banker is conscious and proud of his social position. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του position στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του position
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.