Τι σημαίνει το primo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης primo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του primo στο Ιταλικό.
Η λέξη primo στο Ιταλικό σημαίνει πρώτος, πρώτος, πρώτος, αρχικός, κύριος, πρώτα, πρώτος, πρώτος, πρώτη, πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτος, πρώτο πιάτο, ο Πρώτος, η Πρώτη, βασικότερος, σημαντικότερος, μεγαλύτερος, πρώτος, πρώτα απ' όλα, πρίμο, προηγούμενος, κύρια μελωδία, βασική μελωδία, πρώτος, πρώτος, πρώτος, προπορευόμενος, πρώτος, αρχι-, διαστίχωση, αρχικός, πρωταρχικός, βασικός, πρώτος, παρθενικός, νωρίς, αρχικός, αρχικός, πρώτος, η πρώτη, νωρίς, πρόδρομο σύμπτωμα, πρώτα, αρχή, εμφανής, που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση, νέος, νεαρός, που είναι υψηλά στην κατάταξη, πρόεδρος της κυβέρνησης, το νωρίτερο, πρωί-πρωί, συγγενής μεγαλύτερος κατά μία γενιά, πρωθυπουργικός, που αναφέρεται πρώτος, πρώτον, από την αρχή ως το τέλος, πάνω πάνω, πρώτα-πρώτα, κατά πρώτον, από την πρώτη στιγμή, με προτεραιότητα, ορεκτικό, μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης, πρώτο πλάνο, πρωθυπουργός, πρωθυπουργία, πρωτοετής, μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης, πρωτοετής στρατιωτικής σχολής, γυμνάσιο, παρθενικό ταξίδι, Πρωτομαγιά, ενδεικτικό σύμπτωμα, πρώτο σύμπτωμα, πρώτες βοήθειες, πρώτη θέση, πρώτη θέση, πρώτο έτος σχολής, ηγετική φυσιογνωμία, πρωταπριλιά, υψηλή αναγέννηση, Πρωτοχρονιά, πρώτος αριθμός, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κουτί πρώτων βοηθειών, πρωθυπουργός, πρώτος όροφος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, εξάρχων, Αντιπρόεδρος Κυβέρνησης, νωρίς το απόγευμα, νωρίς το πρωί, επείγουσα ιατρική βοήθεια, πρώτο βραβείο, λέξη-οδηγός, κεντρικός ομιλητής, επικεφαλής συγγραφέας, πρώτο θέμα, διευθυντής χορωδίας, αριστούχος, πρώτο όνομα, μέθοδος αποτίμησης FIFO, επιτυχία, πτυχίο μηχανικού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης primo
πρώτοςaggettivo (di una serie o lista) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Per molti, Ronaldo sarebbe il primo in un ipotetico elenco dei più grandi calciatori del mondo. Mi è piaciuta di più la prima canzone. Για πολλούς ο Ρονάλντο θα ήταν πρώτος στη λίστα με τους καλύτερους ποδοσφαιριστές του κόσμου. Το πρώτο τραγούδι μου άρεσε περισσότερο. |
πρώτοςaggettivo (in una gara o competizione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È arrivata prima nella gara di compitazione. Attualmente la squadra è prima nel campionato. Βγήκε πρώτη στον διαγωνισμό ορθογραφίας. |
πρώτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci siamo seduti in prima fila. Καθίσαμε στην πρώτη σειρά καθισμάτων. |
αρχικός, κύριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La prima ragione per farlo è quella di aiutare gli altri. Ο αρχικός (or: κύριος) λόγος για να το κάνουμε αυτό είναι για να βοηθήσουμε άλλους ανθρώπους. |
πρώτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La prima cosa che dobbiamo fare è trovare un posto dove stare. Αυτό που πρέπει να κάνουμε πρωτίστως, είναι να βρούμε ένα μέρος να μείνουμε. |
πρώτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chloe è arrivata prima su 80 corridori. |
πρώτοςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Il primo mi piace più del secondo. Προτιμώ το πρώτο από το δεύτερο. |
πρώτη
Metti la prima marcia quando stai per salire su una collina. Βάλε πρώτη όταν ο δρόμος είναι ανηφορικός. |
πρώτοςaggettivo (in musica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Suona nell'orchestra come primo clarinetto. Είναι το πρώτο κλαρινέτο της ορχήστρας. |
πρώτοςaggettivo (baseball) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non è riuscito a passare la prima base. Δεν κατάφερε να περάσει ούτε μέχρι την πρώτη βάση. |
πρώτοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il compositore voleva che i secondi violinisti contrastassero i primi. Ο συνθέτης επεδίωξε τα δεύτερα βιολιά να έρχονται σε αντίθεση με τα πρώτα βιολιά της ορχήστρας. |
πρώτοςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) È sempre la prima in ogni gara. Είναι πάντα πρώτη σε όλους τους διαγωνισμούς. |
πρώτο πιάτο(informale: gastronomia) (γεύμα) A cena, abbiamo avuto come primo gamberi in salsa. |
ο Πρώτος, η Πρώτηaggettivo (successione dinastica) La regina Elisabetta I è salita al trono all'età di 25 anni. |
βασικότερος, σημαντικότερος, μεγαλύτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'azienda di Jim era la prima produttrice al mondo di corde di nylon. Η εταιρεία του Τζιμ ήταν η βασικότερη παραγωγός νάυλον σπάγκου παγκοσμίως. |
πρώτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stasera c'è la prima messa in scena del pezzo teatrale. |
πρώτα απ' όλα(informale: innanzitutto) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) No, stasera non esci! Primo, perché non te lo puoi permettere. |
πρίμοsostantivo maschile (μουσική) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
προηγούμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Il mio primo pensiero stamattina è stato che era in torto, ma adesso ho cambiato idea. |
κύρια μελωδία, βασική μελωδίαsostantivo maschile (μουσική) |
πρώτοςaggettivo (in un elenco a punti) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρώτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho un cane e un gatto. Il primo abbaia, invece il secondo miagola. |
πρώτοςaggettivo (matematica) (μαθηματικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tre è un numero primo. Ένας πρώτος αριθμός μπορεί να διαιρεθεί χωρίς υπόλοιπο μόνο με το 1 ή με τον εαυτό του. |
προπορευόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Il primo corridore era in seconda base. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο προπορευόμενος δρομέας κοντεύει να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού. |
πρώτοςaggettivo (musica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il primo clarinettista della Filarmonica è un musicista eccezionale. |
αρχι-aggettivo (musica, orchestra) Il primo percussionista era responsabile degli altri percussionisti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο επικεφαλής της μπάντας έπρεπε να κρατάει το ρυθμό για τους υπόλοιπους μουσικούς. |
διαστίχωσηaggettivo (primo di una serie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prima linea di ogni paragrafo va fatta rientrare di 1 cm. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. - |
αρχικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo terminato la prima parte del progetto e speriamo di riuscire a partire con la fase due nel prossimo futuro. Έχουμε ολοκληρώσει την αρχική φάση του πρότζεκτ και ελπίζουμε να ξεκινήσουμε σύντομα τη δεύτερη φάση. |
πρωταρχικός, βασικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La motivazione primaria di Adrian erano i soldi. Το βασικό κίνητρο του Άντριαν ήταν τα χρήματα. |
πρώτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παρθενικόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa spedizione era il viaggio inaugurale della nave. |
νωρίς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il giornale arriva la mattina presto. Η εφημερίδα φτάνει νωρίς το πρωί. |
αρχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αρχικόςaggettivo (πρώτος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρώτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È entrato dalla porta per primo e tutti gli altri hanno seguito. Πρώτος βγήκε αυτός από την πόρτα και μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι. |
η πρώτηsostantivo maschile (del mese) (του μήνα) In Francia il primo maggio è un giorno festivo. |
νωρίς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πρόδρομο σύμπτωμα(solitamente al plurale) |
πρώτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Innanzitutto devi scrivere il tuo componimento e poi lo devi correggere. |
αρχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Chiariamo le regole fin dall'inizio. |
εμφανής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έρχεται δεύτερος, στη δεύτερη θέση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νέος, νεαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gary ha reso la ditta iniziale il gigante che è oggi. |
που είναι υψηλά στην κατάταξη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόεδρος της κυβέρνησης(generico: capo del governo) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) Il primo ministro è il premier del Regno Unito. |
το νωρίτεροaggettivo (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il primo orario possibile per vedere il dottore sono le 8:30. |
πρωί-πρωί
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Iniziamo l'escursione di primo mattino, così arriviamo prima che faccia troppo caldo. |
συγγενής μεγαλύτερος κατά μία γενιάsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il primo cugino di mio padre è il mio cugino di primo grado. |
πρωθυπουργικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που αναφέρεται πρώτοςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρώτον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο Κάιλ δεν ήταν αναμειγμένο στο έγκλημα -- πρώτον, ήταν στο σχολείο όλη μέρα και δεύτερον, δεν είχε κίνητρο. |
από την αρχή ως το τέλοςavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I veicoli in divieto di sosta furono multati dal primo all'ultimo. |
πάνω πάνωlocuzione avverbiale (μεταφορικά) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Metterò quel lavoro in primo piano perché è urgente. |
πρώτα-πρώτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κατά πρώτον
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Perché non mi piace? Beh, in primo luogo non si lava. Γιατί δεν μου αρέσει; Λοιπόν, καταρχάς δεν πλένεται. |
από την πρώτη στιγμήavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il destino della sua azienda era già segnato, sin dall'inizio. |
με προτεραιότηταinteriezione (idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ορεκτικό(πιάτο πριν από το κύριο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης(USA: scuole superiori) Ha provato a diventare una cheerleader quando era una studentessa del primo anno. |
πρώτο πλάνοsostantivo maschile Il primo piano del dipinto raffigura una staccionata in legno. Υπάρχει ένα ξύλινος φράκτης στο προσκήνιο του πίνακα. |
πρωθυπουργόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Lunedì il primo ministro ha avuto un breve incontro con la regina. Ο πρωθυπουργός συναντήθηκε γα λίγο με τη βασίλισσα τη Δευτέρα. |
πρωθυπουργίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρωτοετής(università) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης(università) (1η λυκείου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρωτοετής στρατιωτικής σχολήςsostantivo maschile (USA, militare) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
γυμνάσιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Karen è al terzo anno di scuola media. |
παρθενικό ταξίδιsostantivo maschile Il Titanic colò a picco durante il viaggio inaugurale. |
Πρωτομαγιάsostantivo maschile (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) In gran parte del mondo si festeggiano i lavoratori il Primo Maggio; negli Stati Uniti invece il Labor Day cade a settembre. |
ενδεικτικό σύμπτωμα, πρώτο σύμπτωμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La tosse dolorosa è il primo sintomo di una patologia polmonare. |
πρώτες βοήθειεςsostantivo maschile (μόνο πληθυντικός) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Tutta la nostra equipe è addestrata al primo soccorso. Όλοι οι υπάλληλοι της πισίνας έχουν εκπαιδευτεί στις πρώτες βοήθειες. |
πρώτη θέση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sono riuscito ad arrivare al primo posto nell'ultima gara, nonostante una partenza un po' fiacca. |
πρώτη θέσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con il numero 25 ho vinto il primo premio alla lotteria di beneficenza. |
πρώτο έτος σχολήςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Durante il primo anno di università, i miei voti erano bassissimi. |
ηγετική φυσιογνωμίαsostantivo femminile (personaggio) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρωταπριλιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il primo d'aprile c'è la tradizione di fare degli scherzi alle persone prima di mezzogiorno. |
υψηλή αναγέννησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Πρωτοχρονιάsostantivo maschile (primo giorno dell'anno, 1° gennaio) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
πρώτος αριθμόςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Per la ricerca di nuovi numeri primi, oggi i matematici usano i supercomputer. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile (marina) |
κουτί πρώτων βοηθειών
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ogni automobilista dovrebbe avere un kit di pronto soccorso nella propria auto. |
πρωθυπουργόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il Primo Ministro italiano si è dimesso dopo avere perso la fiducia in Senato.
Nei sistemi parlamentari il Primo Ministro presiede il Governo ma non è il Capo dello Stato. Ο πρωθυπουργός της Ιταλίας παραιτήθηκε αφού έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης στη γερουσία. Στα κοινοβουλευτικά συστήματα ο πρωθυπουργός είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης, δεν είναι όμως ο αρχηγός του κράτους. |
πρώτος όροφοςsostantivo maschile L'incendio era al primo piano del palazzo. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile |
εξάρχωνsostantivo maschile (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
Αντιπρόεδρος Κυβέρνησηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
νωρίς το απόγευμαsostantivo maschile (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'ora migliore per rintracciarmi è dopo pranzo, nel primo pomeriggio. |
νωρίς το πρωί
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il mattino presto è l'ora migliore per osservare gli uccelli, perché sono appena atterrati dopo essere migrati tutta la notte. Νωρίς το πρωί είναι η καλύτερη ώρα για την παρατήρηση πουλιών, γιατί έχουν μόλις προσγειωθεί από τη νυχτερινή τους αποδήμηση. |
επείγουσα ιατρική βοήθεια
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πρώτο βραβείοsostantivo maschile |
λέξη-οδηγόςsostantivo maschile (dizionari) (σε λεξικό) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κεντρικός ομιλητής
|
επικεφαλής συγγραφέαςsostantivo maschile (ακαδημαϊκή δημοσίευση) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
πρώτο θέμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διευθυντής χορωδίαςsostantivo maschile (chi dirige la liturgia) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αριστούχοςsostantivo maschile (studente eccellente) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
πρώτο όνομα(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μέθοδος αποτίμησης FIFO(di merci) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιτυχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πτυχίο μηχανικούsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του primo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του primo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.