Τι σημαίνει το prise στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης prise στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prise στο Γαλλικά.
Η λέξη prise στο Γαλλικά σημαίνει παίρνω, παίρνω, κλέβω, παίρνω, παίρνω, χρειάζομαι, πιάνω, παίρνω, κάθομαι, παίρνω, παίρνω, κάνω, βάζω, κάνω, αφαιρώ, παίρνω, πιάνω, αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύω, αρπάζω, τρώω, παίρνω, πιάνω, δέχομαι, κολλάω, παίρνω, δέχομαι, παίρνω, πιάνω, πήζω, πιάνω, βλέπω, καθιερώνομαι, χρεώνομαι το φταίξιμο, αρπάζω, αρπάζω, έχω απήχηση, παίρνω, ανεβαίνω, χοροπηδώ, τρώω, παίρνω, παίρνω, βάζω, πιάνω, χρησιμοποιώ, χρειάζομαι, βάζω, παίρνω, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, κολλάω, τραβάω, τραβώ, αναχωρώ, αποπλέω, δένω, παίρνω, κλείνω, σπάω, σπάζω, παίρνω, παίρνω, πιάνω, τραβάω, βγάζω, πιάνω, αιχμαλωτίζω, παίρνω, στερεοποιούμαι, παίρνω, κάνω swipe right, κάνω δεξί swipe, αρπάζω, βγάζω, τρώω, πιασμένος, σε σχέση, είμαι δοσμένος αλλού, μπουκωμένος, βουλωμένος, θήραμα, λήψη, λήψη, ψαριά, αρπαγή, λήψη, πρόσληψη, πάτημα, σημείο όπου μπορεί να στηριχθεί το πόδι, χρήση, σφίξιμο, ψαριά, πρίζα, κράτημα, κράτημα, κρατάω, κρατώ, πρίζα, λαβή, ανάληψη, κλείδωμα, στράικ, κέρδος, παίρνω κτ από κπ, κάνω, τραβάω, βγάζω, παίρνω, τρομαγμένος, φοβισμένος, χρονοβόρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης prise
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a pris l'argent et a couru au magasin. Πήρε τα λεφτά και έτρεξε στο μαγαζί. |
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αρνούμαι να πάρω τα χρήματά σου. |
κλέβωverbe transitif (voler) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il n'avait pas l'argent pour s'acheter la friandise, alors il l'a simplement prise. Δεν είχε τα χρήματα για να πληρώσει το γλυκό και έτσι απλά το έκλεψε. |
παίρνωverbe transitif (se servir) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) S'il vous plaît, prenez donc un gâteau du plateau. Παρακαλώ, πάρε ένα κομμάτι κέικ από τον δίσκο. |
παίρνωverbe transitif (un moyen de transport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pris un taxi pour rentrer à la maison à la fin de la soirée. Στο τέλος της βραδιάς, πήραμε ταξί για το σπίτι. |
χρειάζομαιverbe transitif (temps) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Combien de temps cela a-t-il pris ? // Cela m'a pris toute la journée pour finir ce travail. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πόσος χρόνος απαιτείται; |
πιάνωverbe intransitif (plante) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'espère vraiment que le lilas prendra ; j'adorerais avoir une haie de lilas. |
παίρνωverbe transitif (le pouvoir,...) (τον έλεγχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les généraux ont pris le pouvoir et ont envoyé le Président en exil. |
κάθομαι(un siège) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Παρακαλώ περάστε μέσα και καθίστε. |
παίρνωverbe transitif (des médicaments) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il prend ses médicaments sans se plaindre. |
παίρνωverbe transitif (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette comédie musicale prend son inspiration dans une pièce de Shakespeare. |
κάνωverbe transitif (un bain, une douche) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis tellement sale. J'ai vraiment besoin de prendre un bain. |
βάζωverbe transitif (du sel, poivre, sucre,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je prends deux sucres avec mon café. |
κάνω(des vacances) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pris nos vacances en Argentine l'année dernière. Πέρσι κάναμε διακοπές στην Αργεντινή. |
αφαιρώverbe transitif (une vie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le meurtrier a pris de nombreuses vies. |
παίρνωverbe transitif (Jeu : capturer) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a pris l'un des pions de son adversaire lors de la partie d'échecs. |
πιάνωverbe transitif (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mouche était prise dans la toile de l'araignée. Η μύγα πιάστηκε στον ιστό της αράχνης. |
αντιλαμβάνομαι, ερμηνεύωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je ne sais pas comment prendre ce que tu as dit. C'est un travail important, on doit le prendre au sérieux. |
αρπάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le voleur a pris mon sac et s'est enfui. Ο ληστής άρπαξε την τσάντα μου και έφυγε τρέχοντας. |
τρώω(nourriture) (φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai pris une boisson et un biscuit. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήραμε γερό πρωινό σήμερα για να μας κρατήσει όλη μέρα. |
παίρνω(Militaire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'armée a pris la ville après quarante-huit heures de combat. |
πιάνωverbe transitif (Chasse, Pêche) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pris (or: attrapé) dix paires de faisans lors de la partie de chasse. |
δέχομαιverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ne prend que les étudiants les plus intelligents dans cette université. |
κολλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai eu beau le lécher plusieurs fois, le timbre n'a pas collé. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais juste acheter du lait. Πάω να πάρω λίγο γάλα ακόμα. |
δέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acceptez-vous les cartes de crédit ? Δέχεστε πιστωτικές κάρτες; |
παίρνωverbe transitif (un bus, un train,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Guillaume doit attraper (or: prendre) le dernier bus pour rentrer. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Μπιλ πρέπει να πάρει ένα λεωφορείο από την πόλη. |
πιάνωverbe transitif (une proie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons attrapé (or: pris) cinq saumons dans la rivière. Πιάσαμε πέντε σολομούς στο ποτάμι. |
πήζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La gelée sera solidifiée dans quatre heures. Το ζελέ θα πήξει σε τέσσερις ώρες. |
πιάνωverbe transitif (στα πράσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police l'a attrapé (or: surpris, or: pris) sur le fait. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να κάνεις ησυχία αν δεν θέλεις να σε τσακώσουν. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le docteur va vous recevoir tout de suite. |
καθιερώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il a fallu du temps pour que la nouvelle organisation se mette en place. Πήρε πολλά χρόνια μέχρι να καθιερωθεί το καινούριο σύστημα. |
χρεώνομαι το φταίξιμο(figuré, populaire) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρπάζω(κάνω δικό μου κάτι ξένο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Qui m'a pris mon stylo (or: qui a pris mon stylo) ? |
αρπάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έχω απήχησηverbe intransitif (idée, enthousiasme...) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
παίρνωverbe transitif (le bus, le train) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je prends le bus pour aller au travail tous les jours. Παίρνω το λεωφορείο για να πάω καθημερινά στη δουλειά. |
ανεβαίνω, χοροπηδώ(un véhicule) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand je vais en ville, je prends généralement un bus plutôt que la voiture. Όταν πάω στο κέντρο της πόλης, συνήθως ανεβαίνω σε λεωφορείο αντί να πάρω το αμάξι. Ανέβα στην πλάτη μου, θα σε κουβαλήσω ως το σχολείο. |
τρώωverbe transitif (nourriture, boisson) (φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai décidé de ne pas prendre de vin, car je dois rentrer à la maison en voiture. |
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω, βάζωverbe transitif (du poids) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai pris six livres pendant les vacances. Πήρα (or: έβαλα) τρία κιλά στις διακοπές. |
πιάνωverbe transitif (un poisson) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tina a pris quelques poissons ce matin. Η Τίνα έπιασε μερικά ψάρια σήμερα το πρωί. |
χρησιμοποιώ, χρειάζομαιverbe transitif (du temps...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce projet va prendre pas mal de ton temps. Αυτό το πρότζεκτ θα σου πάρει τον περισσότερο χρόνο σου. |
βάζω, παίρνωverbe transitif (du poids) (βάρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Keith a pris 20 kg depuis qu'il s'est séparé de sa femme. Ο Κιθ πήρε 4,5 κιλά από τότε που χώρισε με τη γυναίκα του. |
υποκρίνομαι, προσποιούμαι(un accent, un air) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il prit une voix aiguë énervante pour imiter sa sœur. |
κολλάωverbe transitif (une habitude) (ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maria avait peur que son fils ne prenne de mauvaises habitudes d'autres enfants à l'école. Η Μαρία ανησυχούσε ότι ο γιος της κόλλαγε κάποιες κακές συνήθειες από τα άλλα αγόρια στο σχολείο. |
τραβάω, τραβώverbe transitif (une photographie) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le photographe a pris 50 photos. Ο φωτογράφος τράβηξε 50 φωτογραφίες. |
αναχωρώ, αποπλέωverbe transitif (les airs, la mer, la route) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le porte-avions a pris la mer avec quatre-vingts avions à bord. |
δένωverbe intransitif (colle) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tiens le panneau en bois en place pendant quelques minutes le temps que l'adhésif prenne. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι δυο τους έχουν δέσει πολύ καλά από τότε που άρχισαν να δουλεύουν μαζί. |
παίρνωverbe transitif (une décision) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tess doit prendre une décision. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στη φετινή ετήσια συνέλευση λάβαμε πολύ σημαντικές αποφάσεις. |
κλείνωverbe transitif (un rendez-vous) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Appelez d'abord pour prendre un rendez-vous. Παρακαλώ τηλεφωνήστε πρώτα για να κλείσετε ραντεβού. |
σπάω, σπάζω(Tennis : le service) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le joueur prit le service de son adversaire. |
παίρνωverbe transitif (drogues) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le drogué avait pris beaucoup d'acide de son vivant. |
παίρνω(un virage) (μτφ: τη στροφή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La voiture de sport prit le virage rapidement. Το αγωνιστικό αυτοκίνητο πήρε πολύ γρήγορα τη στροφή. |
πιάνωverbe transitif (Chasse, Pêche) (για κυνήγι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons pris un faisan lors de notre partie de chasse. |
τραβάω, βγάζωverbe transitif (une photo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le photographe a pris une photo de la star. |
πιάνω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel a réussi à prendre une table à côté de la fenêtre. |
αιχμαλωτίζωverbe transitif (Échecs) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ne vous faites jamais prendre votre cavalier par la reine de votre adversaire. |
παίρνωverbe transitif (de la drogue) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu es vraiment bizarre ; tu as pris de la drogue ? |
στερεοποιούμαι(υγρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le bouillon de poulet a durci dans la poêle. |
παίρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si on retire aux gens leurs armes, ils ne pourront pas vous tuer. Αν πάρεις (or: κατασχέσεις) τα όπλα των ανθρώπων, δε θα μπορούν να σε σκοτώσουν. |
κάνω swipe right, κάνω δεξί swipe(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αρπάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il m'a pris la main et m'a mis dehors. Άρπαξε το χέρι μου και με τράβηξε μακριά. |
βγάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous vous conseillons de prendre une assurance médicale avant de partir. Σε συμβουλεύουμε να βγάλεις ταξιδιωτική ασφάλεια πριν αναχωρήσεις. |
τρώωverbe transitif (Jeu de dames) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je n'arrive pas à croire qu'il ait pris trois de mes pions ! Je suis en train de perdre. |
πιασμένοςadjectif (μεταφορικά, καθομ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ο Ρόμπερτ ζήτησε από την καινούρια του συνάδελφο να βγουν αλλά εκείνη του είπε ότι ήταν δεσμευμένη. |
σε σχέση(pas célibataire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vous êtes prise ou vous cherchez à rencontrer quelqu'un ? |
είμαι δοσμένος αλλούadjectif (en couple) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπουκωμένος, βουλωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) J'ai eu un vilain rhume et j'ai encore le nez bouché (or: pris). |
θήραμαnom féminin (Pêche, Chasse) (κυνήγι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Votre prise est limitée à trois poissons par mois. Επιτρέπεται να πιάσεις τρία ψάρια τον μήνα. |
λήψηnom féminin (Cinéma) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) OK, tout le monde. Cela va être notre cinquième prise. En espérant que ce soit la bonne. Action ! Λοιπόν παιδιά, αυτή είναι η πέμπτη μας λήψη. Ας το πετύχουμε αυτήν τη φορά. Πάμε! |
λήψηnom féminin (Musique : enregistrement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La deuxième prise avait trop de basses. |
ψαριά(proie) (ψάρεμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Notre prise du jour : un saumon ! |
αρπαγήnom féminin (άτομο, αντικείμενο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prise de la ville par l'armée a été une étape importante dans la stratégie militaire du général. Η κατάληψη της πόλης από τον στρατό ήταν μια σημαντική στιγμή στην πολεμική στρατηγική του στρατηγού. |
λήψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prise du sac par le voleur n'a pris que quelques secondes. Η αρπαγή της τσάντας από τον κλέφτη πήρε μόνο μερικά δευτερόλεπτα. |
πρόσληψη(de médicaments,...) (με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prise de certains médicaments est fortement déconseillée durant la grossesse. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η πρόσληψη ασβεστίου της Σάρα μπορεί να έχει υποστεί βλάβη λόγω κάποιας ασθένειας. |
πάτημαnom féminin (αναρρίχηση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je ne peux pas grimper plus haut : il n'y a pas de prise ! |
σημείο όπου μπορεί να στηριχθεί το πόδιnom féminin (Escalade,...) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρήση(d'un poste, médicament...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σφίξιμο
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το σφίξιμο του Πίτερ στο τιμόνι δυνάμωνε όσο οδηγούμε μέσα στα βουνά. |
ψαριά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le pêcheur a fait une énorme prise la nuit dernière. Ο ψαράς έβγαλε μια τεράστια ψαριά χτες βράδυ. |
πρίζα(électrique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) George brancha l'aspirateur à la prise. |
κράτημα(sur pente,...) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το αυτοκίνητο γλίστρησε πολύ αφού τα λάστιχα δεν είχαν καλό κράτημα στον βρεγμένο δρόμο. |
κράτημα(avec la main) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il resserra sa prise autour du poignet de sa fille. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Χαλάρωσε το κράτημα σου, με πονάς! |
κρατάω, κρατώnom féminin (Tennis : position sur la raquette) (ρακέτα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πρίζαnom féminin (électrique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'y a pas assez de prises électriques pour tout notre matériel. Δεν υπάρχουν αρκετές πρίζες για όλο τον εξοπλισμό. |
λαβήnom féminin (Lutte, Judo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il se servit d'une prise spéciale pour vaincre son adversaire. |
ανάληψηnom féminin (de fonction, de pouvoir) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sa prise en charge des enfants lui a causé des soucis financiers. |
κλείδωμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il tenait l'autre type à l'aide d'une prise. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με ένα κλείδωμα ακινητοποίησε τον αντίπαλό του. |
στράικnom féminin (Base-ball : balle ratée) (μπέιζμπολ) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Trois prises et tu sors. |
κέρδος(Chasse) (γενικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Leurs prises du week-end comprenaient des lapins et des écureuils. |
παίρνω κτ από κπ
Son ami lui a pris la télévision. Ο φίλος του, του πήρε την τηλεόραση. |
κάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai décidé de prendre des cours de français au semestre prochain. |
τραβάω, βγάζωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le photographe a pris plusieurs photos des jeunes mariés. Je prends toujours des tas de photos quand je suis en vacances. |
παίρνω(κάτι από κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le professeur a pris (or: confisqué) le magazine à l'étudiant. |
τρομαγμένος, φοβισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le chat effrayé s'est caché sous une chaise. Η τρομαγμένη γάτα κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι. |
χρονοβόρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prise στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του prise
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.