Τι σημαίνει το proceed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης proceed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του proceed στο Αγγλικά.
Η λέξη proceed στο Αγγλικά σημαίνει συνεχίζω, συνεχίζω, πηγαίνω, προχωράω, προχωρώ, εξελίσσομαι, συνεχίζω, προχωρώ, συνεχίζω με, συνεχίζω, εξακολουθώ, εισπράξεις, προκύπτω, απορρέω, προέρχομαι, ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτω, εξελίσσομαι ομαλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης proceed
συνεχίζωintransitive verb (act) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Could you please tell me how to proceed? Μπορείς να μου πεις σε παρακαλώ πως να συνεχίσω; |
συνεχίζωintransitive verb (formal (continue) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'm sorry for interrupting you; please proceed. Συγγνώμη που σας διέκοψα· συνεχίστε παρακαλώ. |
πηγαίνω(go to) (σε/προς κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Please proceed to gate 9 and wait for further instructions. Παρακαλώ, πήγαινε στην πύλη 9 και περίμενε για περαιτέρω πληροφορίες. |
προχωράω, προχωρώintransitive verb (advance, go on) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The driver shook the reins as a signal to the horse to proceed. Ο οδηγός κούνησε τα γκέμια για να κάνει σήμα στο άλογο να προχωρήσει. |
εξελίσσομαιintransitive verb (develop) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) If the treatment proceeds normally, the patient will most probably recover. Αν η θεραπεία εξελιχθεί ομαλά, ο ασθενής πιθανότατα θα αναρρώσει. |
συνεχίζω, προχωρώ(go ahead with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I would like to proceed with my reading, if you don't mind. Θα ήθελα να συνεχίσω το διάβασμά μου, εάν δεν σε πειράζει. |
συνεχίζω μεverbal expression (do next) (επόμενη δραστηριότητα) After a slow beginning, the team proceeded to defeat their opponents. Μετά από ένα αργό ξεκίνημα η ομάδα προχώρησε σε νίκη υπέρ του αντιπάλου της. |
συνεχίζω, εξακολουθώverbal expression (continue, insist on: doing [sth]) (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you proceed in behaving like this, you will end up in trouble. Αν συνεχίσεις να συμπεριφέρεσαι έτσι θα καταλήξεις να έχεις προβλήματα. |
εισπράξειςplural noun (money raised) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) All proceeds from the sale will go to charity. Όλα τα κέρδη από τις πωλήσεις θα πάνε για φιλανθρωπικούς σκοπούς. |
προκύπτω, απορρέω, προέρχομαι(be caused by) (από κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Her delusions proceed directly from her schizophrenia. |
ακυρώνω, τερματίζω, διακόπτωverbal expression (terminate, cancel) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When we found out how expensive the goods were, we did not proceed with the order. Όταν ανακαλύψαμε πόσο ακριβά ήταν τα προϊόντα ακυρώσαμε την παραγγελία. |
εξελίσσομαι ομαλά(go easily and without hindrances) Everything was proceeding smoothly on our journey to Townsville. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του proceed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του proceed
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.