Τι σημαίνει το purée στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης purée στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του purée στο Γαλλικά.
Η λέξη purée στο Γαλλικά σημαίνει πουρές, πουρές, πολτός, πολτός, φτου!, έλεος, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!, Ωχ!, Αμάν!, Χριστέ μου, πω πω, λειωμένος, αλεσμένος, πολτοποιητής, πολτοποιητής, μαγειρικό σκεύος παρασκευής πουρέ, Ωχ!, Πω, ρε φίλε!, Πω-πω!, Πω πω!, πωπώ, πολτός ντομάτας, τοματοπολτός, πουρές κάστανο, πιάτο με βρασμένα λαχανικά, κυρίως πατάτες και λάχανο, πολτοποιώ, πουρές, πολτοποιώ, πολτοποιώ, λασπωμένος, φίλε, Σούπερ!, ομίχλη, αιθαλομίχλη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης purée
πουρέςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les côtelettes d'agneau étaient servies sur une purée de petits pois. |
πουρέςnom féminin (πατάτας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mon fils adore manger des saucisses, des oignons frits et de la purée. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το αγαπημένο μου φαγητό είναι μπριζόλα με πουρέ. |
πολτόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Le dessert était une sorte de purée de fruits sur de la crème glacée. Το επιδόρπιο ήταν κάποιο είδος πολτού φρούτων πάνω από λίγο παγωτό. |
πολτόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φτου!(familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Purée ! Je ne pense pas que tout rentrera dans la valise ! |
έλεος
|
Ο Χριστός κι η Παναγία!, Θεέ και Κύριε!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Ça alors ! Mais c'est quoi ce diamant que tu as au doigt ? |
Ωχ!, Αμάν!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Bon sang, j'ai oublié mon stylo. Je peux emprunter le tien ? |
Χριστέ μου
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Purée, je n'arrive pas à croire qu'elle ait dit ça de moi ! |
πω πω
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Mince alors ! Je me demande bien ce qui s'est passé. Θεούλη μου, δεν ξέρω τι συνέβη. |
λειωμένος, αλεσμένος(φαγητό, γενικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) J'ai préparé mes pommes de terre écrasées avec du lait et du beurre. Εγώ φτιάχνω τον πουρέ πατάτας με γάλα και βούτυρο. |
πολτοποιητήςnom masculin invariable (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πολτοποιητήςnom masculin (κουζινικό σκέυος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαγειρικό σκεύος παρασκευής πουρέnom masculin invariable (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je casse toujours les manches de mes presse-purée. |
Ωχ!interjection (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Purée ! ça fait dix secondes que le feu est passé au vert et cet abruti a encore le pied sur le frein. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ωχ! Μου έπεσε ο φακός επαφής στην αποχέτευση! |
Πω, ρε φίλε!interjection (familier) (αργκό) Le petit garçon s'écria : « Purée ! J'ai hâte aux vacances d'été. » |
Πω-πω!, Πω πω!
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
πωπώ
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
πολτός ντομάτας, τοματοπολτόςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πουρές κάστανοnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La purée de marrons sucrée et vanillée s'appelle crème de marrons. |
πιάτο με βρασμένα λαχανικά, κυρίως πατάτες και λάχανοnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πολτοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On ne m'emmène jamais au restaurant parce que j'ai l'habitude d'écraser ma nourriture. |
πουρές(πατάτας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Fred a versé de la sauce sur sa purée. Ο Φρεντ έβαλε σάλτσα πάνω στον πουρέ του. |
πολτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu dois réduire en purée les légumes avant de les ajouter à la recette. |
πολτοποιώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen a écrasé les pommes de terre dans la casserole. Η Κάρεν έκανε πουρέ τις πατάτες μέσα στην κατσαρόλα. |
λασπωμένοςlocution adjectivale (nourriture) (μεταφορικά) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le cuisinier a servi un genre de ragoût en bouillie à Pippa ; ce n'était pas très beau. Ο μάγειρας σέρβιρε στην Πίπα κάποιο είδος λασπωμένου στιφάδου. Δεν φαινόταν και πολύ καλό. |
φίλε(familier : surprise) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Purée ! Regarde ce que je viens de trouver. Όχι ρε φίλε! Κοίτα τι βρήκα. |
Σούπερ!interjection (familier) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
ομίχληnom féminin (figuré : brouillard) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je ferais mieux de m'arrêter. C'est dangereux de conduire dans cette purée de pois. |
αιθαλομίχληnom féminin (figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του purée στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του purée
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.