Τι σημαίνει το quemar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης quemar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του quemar στο ισπανικά.

Η λέξη quemar στο ισπανικά σημαίνει καίω, καίω, καψαλίζω, τσουρουφλίζω, καίω, γράφω, καίω, καίω, καυτηριάζω, καίω, αφαιρώ με φωτιά, καψαλίζω, καίω, καίω, κατακαίω, καίω, αποτεφρώνω, βάζω φωτιά σε κτ, ανάφλεξη, ανάβω, καίω, μετουσιωμένο αλκοόλ, κόβω τις γέφυρες, καίω, καίω κπ ζωντανό, καίω ολοσχερώς, κάνω περίπατο για να κάψω κτ, -, μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης quemar

καίω

(general) (βάζω φωτιά σε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quemó los documentos para que nadie pudiera verlos.
Έκαψε τα έγγραφα για να μην τα δει ποτέ κανένας.

καίω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El área era como un desierto. El calor del sol había quemado toda la vegetación.

καψαλίζω, τσουρουφλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El fondo de la sartén se quemó (or: abrasó) en el fuego.

καίω

(καταναλώνω καύσιμο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hasta el momento el avión debe de haber consumido mil litros de combustible.

γράφω

(σε CD)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Grabaré la música en un CD para ti.
Θα σου γράψω ένα CD με τα τραγούδια.

καίω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ten cuidado o quemarás las cebollas.
Πρόσεξε, αλλιώς θα κάψεις τα κρεμμύδια.

καίω

(coloquial, figurado) (μεταφορικά: θερμίδες)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Caminar por el barrio debería ayudarme a bajar esa comida.
Μια βόλτα στη γειτονιά θα κάψει μερικές από τις θερμίδες αυτού του γεύματος.

καυτηριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El quemador quemó la mano de Krista cuando lo tocó por accidente.

καίω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ με φωτιά

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eliminaron las altas malezas, quemándolas.

καψαλίζω, καίω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred quemó las fibras de la tela.

καίω, κατακαίω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καίω, αποτεφρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La basura fue incinerada detrás del edificio.

βάζω φωτιά σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los ladrones de coches incendiaron el vehículo cuando habían terminado con él.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κατά τη διάρκεια της πορείας στο κέντρο της πόλης πυρπολήθηκαν πολλά καταστήματα.

ανάφλεξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La combustión de hidrocarburos emite dióxido de carbono.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Encendieron la gran pila de basura que habían acumulado.

καίω

(sol) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El sol caía a plomo sobre nuestra espalda.
Ο ήλιος έκαιγε τις πλάτες μας.

μετουσιωμένο αλκοόλ

locución nominal masculina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβω τις γέφυρες

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

καίω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El agua hirviendo salpicó y quemó a Mara en la mano.

καίω κπ ζωντανό

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καίω ολοσχερώς

El fuego redujo el hotel a cenizas.

κάνω περίπατο για να κάψω κτ

locución verbal (μτφ: λίπος, θερμίδες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He comido mucho, así que mejor debería ir y quemarla andando.
Έφαγα ένα βαρύ μεσημεριανό οπότε υποθέτω ότι θα είναι καλύτερα να πάω έναν περίπατο για να το κάψω.

-

(AR, coloquial)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Le hinché a mi jefe hasta que finalmente accedió a darme un aumento.
Έλεγα, έλεγα μέχρι που έπεισα το αφεντικό μου να μου δώσει αύξηση.

μιλάω ακατάπαυστα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Habló sin parar sobre todas las celebridades que había conocido.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του quemar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.