Τι σημαίνει το raggruppare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης raggruppare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του raggruppare στο Ιταλικό.
Η λέξη raggruppare στο Ιταλικό σημαίνει ταξινομώ, ομαδοποιώ, μαζεύω, βάζω, ομαδοποιώ, πουλάω μαζί ως σύνολο, συγκεντρώνω, μαζεύω, ομαδοποιώ, μετατρέπω σε αρχεία δέσμης, βάζω κτ στην ίδια ομάδα με κτ, βάζω κτ στην ίδια κατηγορία με κτ, ταξινομώ, συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν), συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, ανασυντάσσω, ομαδοποιώ, τυλίγω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, ενώνω, μαζεύω, συνδέω με άγκιστρο, ταξινομώ, κατατάσσω στην ίδια κατηγορία, συναρμολογώ κτ όπως όπως, συναρμολογώ κτ βιαστικά, χωρίζω ανάλογα με τις ικανότητες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης raggruppare
ταξινομώ, ομαδοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (βάζω σε ομάδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Raggrupperò i miei calzini per colore. Θα ταξινομήσω (or: ομαδοποιήσω) τις κάλτσες μου σύμφωνα με το χρώμα τους. |
μαζεύω, βάζω(κτ μαζί με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το νήπιο μάζεψε τις κόκκινες χάντρες μαζί με τις κίτρινες. |
ομαδοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli scienziati raggrupparono i risultati dello studio e li compararono con ricerche precedenti. Οι επιστήμονες ομαδοποίησαν τα αποτελέσματα της έρευνας και τα σύγκριναν με παλαιότερες δοκιμές. |
πουλάω μαζί ως σύνολο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Αν μου δώσεις το φορτηγάκι, τη μεταλλική ταμπέλα και τη λάμπα αντίκα σου δίνω 200 δολάρια. |
συγκεντρώνω, μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marnie ha già messo insieme una bella squadra per la corsa di beneficenza del prossimo anno. Η Μάρνυ έχει ήδη μαζέψει την ομάδα για τη φιλανθρωπική εκδήλωση τον επόμενο χρόνο. |
ομαδοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha raggruppato gli studenti secondo le loro abilità. Ο δάσκαλος χώρισε τους μαθητές σε ομάδες σύμφωνα με την ικανότητά τους. |
μετατρέπω σε αρχεία δέσμηςverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Risparmi tempo se raggruppi i file prima di inviarli a una nuova cartella di destinazione. |
βάζω κτ στην ίδια ομάδα με κτ, βάζω κτ στην ίδια κατηγορία με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταξινομώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνομαι, μαζεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I ciclisti si sono raggruppati mentre si avvicinavano a una curva brusca della strada. |
βάζω κτ/κπ στο ίδιο σακί με κτ/κπ άλλο(ν)verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Με τις παρατηρήσεις του, ο πολιτικός εξίσωσε τις διάφορες εγκληματικές ενέργειες του αντιπάλου του, χωρίς να στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα. |
συγκεντρώνομαι, μαζεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli animali tendono spesso ad aggregarsi per proteggersi dai predatori. |
ανασυντάσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il generale ha raggruppato i suoi uomini. |
ομαδοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το πρόγραμμα θα ομαδοποιήσει τα δεδομένα σε συμπιεσμένα αρχεία. |
τυλίγω(ώστε να μη φαίνονται) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τα φιλέτα ήταν τυλιγμένα σε κόλλες καφέ χαρτιού και ήταν δεμένα με σπάγκο. |
μαζεύω, συγκεντρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (collezionare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ed ha messo insieme le sue cose, pronto a tornare a casa. |
συγκεντρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quel gruppo etnico è concentrato in questa parte della città. Αυτή η εθνοτική ομάδα έχει μαζευτεί σ' εκείνο το μέρος της πόλης. |
ενώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mettiamo insieme i nostri soldi per comprare una macchina. |
μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Raduna la gente così possiamo cominciare lo spettacolo musicale. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όλα τα ξωτικά συνάχτηκαν στο δάσος. |
συνδέω με άγκιστροverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταξινομώ, κατατάσσω στην ίδια κατηγορίαverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Conigli e lepri sono spesso raggruppati nei libri di fauna selvatica. |
συναρμολογώ κτ όπως όπως, συναρμολογώ κτ βιαστικά
|
χωρίζω ανάλογα με τις ικανότητεςverbo transitivo o transitivo pronominale (scuola) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nella sua scuola raggrupparono i bambini per livello di apprendimento della matematica. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του raggruppare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του raggruppare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.