Τι σημαίνει το repoussant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης repoussant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του repoussant στο Γαλλικά.
Η λέξη repoussant στο Γαλλικά σημαίνει βρωμιάρης, απωθητικός, αποκρουστικός, προσβλητικός, φρικτός, απαίσιος, αηδιαστικός, δεν μου αρέσει, αηδιαστικός, αποκρουστικός, σπρώχνω, κτυπώ, ξαναμεγαλώνω, ξαναναπτύσσομαι, υποτροπιάζω, ξαναβγαίνω, ξαναφυτρώνω, απωθώ, αποκρούω, αποκρούω, απομακρύνω, αποκρούω, διώχνω, σπρώχνω, απωθώ, αποκρούω, απωθώ, αποκρούω, απωθώ, διώχνω, αποκρούω, απομακρύνω, διώχνω, αποκρούω, αναγεννιέμαι, απωθώ, αποκρούω, απορρίπτω, αγνοώ, περιφρονώ, αγνοώ, μακραίνω, αναβάλλω, οπισθοχωρώ, διώχνω, αγνοώ, περιφρονώ, απομακρύνω, διώχνω, απωθώ, διώχνω, κάνω στην άκρη, απορρίπτω, αναβάλλω, απορρίπτω, αποκρούω, απορρίπτω, διώχνω, αναβάλλω, αποτρέπω, αποσοβώ, σπρώχνω στην άκρη, αναβάλλω, ξεφορτώνομαι, διώχνω, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης repoussant
βρωμιάρηςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απωθητικός, αποκρουστικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y avait une odeur vraiment repoussante (or: répugnante) en provenance de la cave. Υπήρχε μια πραγματικά απωθητική (or:αποκρουστική) μυρωδιά που ερχόταν από το κελλάρι. |
προσβλητικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le présentateur s'est excusé pour ses remarques offensantes. Ο παρουσιαστής ζήτησε συγγνώμη για τα προσβλητικά του σχόλια. |
φρικτός, απαίσιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'horrible attaque a été filmée par une caméra de surveillance. Η αποτροπιαστική επίθεση καταγράφηκε από μια κάμερα ασφαλείας. |
αηδιαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les cafards sont des créatures dégoûtantes (or: répugnantes). ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Οι κατσαρίδες είναι αηδιαστικά (or: σιχαμερά) πλάσματα. |
δεν μου αρέσειadjectif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αηδιαστικός, αποκρουστικόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σπρώχνω, κτυπώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναμεγαλώνω, ξαναναπτύσσομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
υποτροπιάζωverbe intransitif (ασθένεια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο ασθενής χρειάστηκε νοσηλεία οταν επανεμφανίστηκαν τα συμπτώματα της νόσου. |
ξαναβγαίνω, ξαναφυτρώνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après m'être rasé la tête, mes cheveux ont repoussé très vite. |
απωθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quelles substances naturelles repoussent les insectes ? Ποιες φυσικές ουσίες διώχνουν τα έντομα; |
αποκρούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La personne âgée s'est défendue et a réussi à repousser ses attaquants. |
αποκρούω, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cette femme de 26 ans a repoussé courageusement ses assaillants avec plusieurs coups de pied et coups de poings. Η 26χρονη γυναίκα απέκρουσε γενναία τους επιτιθέμενους με αρκετές κλωτσιές και μπουνιές. |
αποκρούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les soldats ont utilisé des grenades pour repousser les troupes ennemies. Οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν χειροβομβίδες για να αποκρούσουν τις εχθρικές δυνάμεις. |
διώχνω, σπρώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απωθώ, αποκρούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La contre-attaque des Autrichiens a repoussé la cavalerie prussienne. Οι Αυστριακοί αντεπιτέθηκαν και απώθησαν (or: απέκρουσαν) το ιππικό της Πρωσίας. |
απωθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous avons réussi à repousser les flammes avant qu'elles n'atteignent la maison. |
αποκρούω, απωθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διώχνω, αποκρούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il a réussi à repousser les intenses critiques à la fois de la droite et de la gauche dans sa route pour la nomination. |
απομακρύνω, διώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκρούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναγεννιέμαιverbe intransitif (Biologie) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La queue des lézards repousse après avoir été coupée. |
απωθώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quels sont les deux pôles d'un aimant qui se repoussent ? |
αποκρούωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les soldats ont réussi à repousser les attaques ennemies pendant trois jours. Οι στρατιώτες κατάφεραν να αποκρούσουν τις δυνάμεις εισβολής για τρεις μέρες. |
απορρίπτωverbe transitif (des avances,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a repoussé les avances du jeune homme. Απορρίπτει το φλερτ του νεαρού άνδρα. |
αγνοώ, περιφρονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elizabeth croyait que Janet était son amie, mais Janet l'a snobée en ne l'invitant pas à la fête. |
αγνοώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μακραίνω(cheveux) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils ont décidé de différer le mariage d'un an. |
οπισθοχωρώverbe transitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce spray aidera à éloigner les moustiques. Αυτό το σπρέι θα σε βοηθήσει να κρατήσεις μακριά τα κουνούπια. |
αγνοώ, περιφρονώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le patron a ignoré toutes les suggestions de Tom. |
απομακρύνω, διώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Certains prennent de la drogue ou boivent pour refouler de mauvais souvenirs. Μερικοί άνθρωποι κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών και αλκοόλ για να κρατήσουν μακριά τις δυσάρεστες αναμνήσεις. |
απωθώ, διώχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Son mauvais caractère l'a repoussé (or: fait partir). Τον έδιωξε με τη συνεχή γκρίνια της. |
κάνω στην άκρηverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απορρίπτωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναβάλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το αφεντικό ανέβαλλε τη σύσκεψη για να δώσει σε όλους περισσότερο χρόνο να τελειώσουν τις αναφορές τους. |
απορρίπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kate repoussa les avances de Dan. |
αποκρούω, απορρίπτω([qch] ou [qqn]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quand j'ai demandé au patron une augmentation, il m'a rapidement rabroué. |
διώχνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le chien a chassé le chat qui mangeait ses croquettes. Ο σκύλος έδιωξε τη γάτα που έτρωγε το φαγητό του. |
αναβάλλωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποτρέπω, αποσοβώverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On dit que si on prend des vitamines, on peut repousser la grippe. Λένε ότι άμα πάρεις έξτρα βιταμίνες, ίσως μπορέσεις να αποτρέψεις τη γρίπη. |
σπρώχνω στην άκρηverbe transitif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο θυμωμένος νεαρός έσπρωξε στην άκρη το πιάτο του. «Δεν πεινάω», είπε. |
αναβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je suis occupée cet après-midi, pouvons-nous reporter notre réunion à demain ? Il était trop occupé le matin, alors il a reporté son rendez-vous à l'après-midi. Είμαι απασχολημένος αυτό το απόγευμα, μπορούμε να αναβάλλουμε τη συνάντησή μας μέχρι αύριο; |
ξεφορτώνομαι, διώχνωverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il s'agissait d'un porte-bonheur qui chassait les cauchemars. Το να ξεφορτωθείς τους εφιάλτες σου είναι γούρι. |
adjectif (rebutant) Le clochard avait un aspect repoussant. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του repoussant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του repoussant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.