Τι σημαίνει το robe στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης robe στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του robe στο Γαλλικά.
Η λέξη robe στο Γαλλικά σημαίνει φόρεμα, τήβεννος, ράσο, τήβεννος, τρίχωμα, φόρεμα, φουστάνι, τουαλέτα, νυφικό, τρίχωμα, τρίχα, περιβολή, ρόμπα, ντύνω, γκαρνταρόμπα, γκαρνταρόμπα, είδος φορέματος στο τέλος του 18ου αιώνα, αποχωρητήριο, ντουλάπα, ρόμπα, νυχτικιά, αμάνικο φόρεμα, τουαλέτα, ρόμπα, χαβανέζικο φόρεμα, βραδυνό φόρεμα, ένδυμα δεξιώσεων, επίσημο ένδυμα, νυφικό, ψητή πατάτα, ρόμπα, ψητή πατάτα με τη φλούδα, καλοκαιρινό φόρεμα, κρουαζέ φόρεμα, μακρύ φόρεμα, φόρεμα με κουμπιά, πουκαμίσα φόρεμα, φόρεμα σαλοπέτα, μίντι, βραδινό φόρεμα, ρόμπα, τουνίκ, εφαρμοστό φόρεμα, φόρεμα σπιτιού. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης robe
φόρεμαnom féminin (γυναικείο ρούχο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle portait une ravissante robe bleue. Φορούσε ένα υπέροχο μπλε φόρεμα (or: φουστάνι). |
τήβεννοςnom féminin (d'un juge) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La juge a fait son entrée dans le tribunal portant sa robe. Η δικαστής μπήκε στην αίθουσα του δικαστηρίου φορώντας την τήβεννό της. |
ράσοnom féminin (d'un prêtre,...) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Notre pasteur fait de la moto avec sa robe. Ο εφημέριος της ενορίας μας οδηγεί μηχανή φορώντας το ράσο του. |
τήβεννοςnom féminin (académique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dans certaines facultés d'Oxford, on doit porter une robe au dîner. Σε μερικά κολέγια της Οξφόρδης πρέπει κανείς να φορά τήβεννο κατά τη διάρκεια του δείπνου. |
τρίχωμα(animal à fourrure) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'animal renouvelle son pelage au printemps. Το τρίχωμα του ζώου πέφτει την άνοιξη. |
φόρεμα, φουστάνιnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La fille portait une robe à jabot et un bonnet assorti. |
τουαλέταnom féminin (βραδινό φόρεμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kelsey portait une robe magnifique au bal. Η Κέσλεϋ φόρεσε μια όμορφη τουαλέτα στον χορό. |
νυφικόnom féminin La robe de mariée de Jane était à couper le souffle. Το νυφικό τη Τζέιν ήταν απίστευτο. |
τρίχωμα(poils des mammifères) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τρίχα(fourrure) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les poils de chat me font éternuer. |
περιβολή(λόγιος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Les enfants portaient de beaux habits pour la cérémonie de Pâques. |
ρόμπα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Oliver a enfilé un peignoir (or: une robe de chambre) par-dessus son pyjama avant d'aller ouvrir la porte. Ο Όλιβερ φόρεσε μια ρόμπα πάνω από τις πιτζάμες του προτού ανοίξει την πόρτα. |
ντύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γκαρνταρόμπαnom féminin (placard) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γκαρνταρόμπαnom féminin (vêtements) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Peter en a assez de ses vêtements et a décidé d'aller faire les boutiques pour refaire sa garde-robe. Ο Πίτερ βαρέθηκε τα ρούχα του και αποφάσισε να πάει για ψώνια για να ανανεώσει εξ' ολοκλήρου την γκαρνταρόμπα του. |
είδος φορέματος στο τέλος του 18ου αιώνα(robe) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αποχωρητήριοnom féminin (vieux : latrines) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ντουλάπαnom féminin (meuble) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Daphné a enlevé sa robe et l'a accrochée dans l'armoire. Η Δάφνη έβγαλε το φόρεμά της και το κρέμασε στην ντουλάπα. |
ρόμπα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Rick est sorti du lit, a mis sa robe de chambre (or: son peignoir) et est descendu prendre son petit-déjeuner. Ο Ρικ σηκώθηκε από το κρεββάτι, έβαλε τη ρόμπα του και κατέβηκε κάτω για πρωινό. |
νυχτικιάnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αμάνικο φόρεμα
|
τουαλέταnom féminin (επίσημο φόρεμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρόμπα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαβανέζικο φόρεμαnom féminin (robe ample hawaïenne colorée) |
βραδυνό φόρεμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Elle était magnifique dans sa petite robe de cocktail noire. |
ένδυμα δεξιώσεων, επίσημο ένδυμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νυφικόnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψητή πατάτα
Son plat préféré est un filet mignon saignant avec une pomme de terre au four. |
ρόμπαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψητή πατάτα με τη φλούδαnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) On peut avoir de nombreuses sortes de garnitures différentes sur les pommes de terre en robe des champs, mais je conseille le fromage et les champignons. |
καλοκαιρινό φόρεμαnom féminin |
κρουαζέ φόρεμαnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μακρύ φόρεμαnom féminin |
φόρεμα με κουμπιάnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πουκαμίσα φόρεμαnom féminin (μοιάζει με πουκάμισο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φόρεμα σαλοπέταnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Kate détestait les robes salopettes (or: chasubles) lorsqu'elle était petite mais sa mère lui en achetait toujours. Η Κέιτ μισούσε τα φορέματα σαλοπέτα ως παιδί, αλλά η μητέρα της πάντα της τα αγόραζε ούτως ή άλλως. |
μίντι(ρούχο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
βραδινό φόρεμαnom féminin |
ρόμπαnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Réveillé par un bruit, M. Jones bondit hors de son lit et mit sa robe de chambre. |
τουνίκnom féminin (robe) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
εφαρμοστό φόρεμαnom féminin Amanda a porté une robe fourreau à la fête. |
φόρεμα σπιτιούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του robe στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του robe
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.