Τι σημαίνει το route στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης route στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του route στο Γαλλικά.

Η λέξη route στο Γαλλικά σημαίνει δρόμος, αυτοκινητόδρομος, δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος, δρόμος, πορεία, διαδρομή, πορεία, οδήγηση, δρόμος, δρόμος, δρόμος, οδός, αδιέξοδο, ξεκινώ, φεύγω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αναχωρώ, πάω, που υποφέρει από ναυτία μέσα σε αυτοκίνητο, κατευθυνόμενος προς, προορισμένος για, εμπρός, στη διαδρομή, από ξηράς, καθ'οδόν, καθοδόν, προς τη σωστή κατεύθυνση, στο σωστό δρόμο, επί τη ευκαιρία, εθνική οδός, πειρατής, άκρη του δρόμου, θαλάσσια οδός, παράδρομος, άκρη του δρόμου, οδική αρτηρία, παράδρομος, μεταναστευτικό πέρασμα, ζώα που σκοτώθηκαν από διερχόμενα οχήματα, ελικοειδής δρόμος, παράδρομος, τμήμα δρόμου όπου απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση, εθνική οδός, παράδρομος, οδική δοκιμή, χωματόδρομος, αυτοκινητόδρομος με διαχωριστική νησίδα, τροχαία της εθνικής οδού στις ΗΠΑ, πλακόστρωτος δρόμος, δευτερεύουσα οδός, παράδρομος, δρόμος με διόδια, κεντρικός δρόμος, οδήγηση εκτός δρόμου, ταξίδι με το αυτοκίνητο, Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας, ο δρόμος προς τον πλούτο, εκκλησάκι, ασφαλτοστρωμένος δρόμος, εμπορική οδός, τροχαία παράβαση, χωματόδρομος, δρόμος με πολλές στροφές, Εθνική Οδός, σιδηρόδρομος, ποδήλατο δρόμου, κύρια οδική αρτηρία, κόντρες, προβολείς αυτοκινήτου, καθ' οδόν για, με κατεύθυνση,με προορισμό, παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτη, φεύγω, εφαρμόζω, οδηγώ χωρίς στάση, στρίβω απότομα, πάω αλλού, φεύγω για, στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο δρόμο, κεντρικός, δια ξηράς, καθ' οδόν, πλωτή οδός, υπόγεια διάβαση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης route

δρόμος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Nous avons roulé sur des routes de campagne sinueuses pour attendre le village. Cette route, c'est l'autoroute 19 vers Albany.
Οδηγήσαμε σε επαρχιακούς δρόμους γεμάτους στροφές για να φτάσουμε στο χωριό. Αυτός ο δρόμος έιναι η Εθνική Οδός 19 για το Άλμπανι.

αυτοκινητόδρομος

(για αυτοκίνητα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Cette route te mène directement à la mairie.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ακολουθήσαμε τον παλιό ρωμαϊκό δρόμο.

δρόμος

(trajet)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La route jusqu'à Boston est une autoroute principale.

δρόμος

(itinéraire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
N'emprunte pas la mauvaise route ou tu seras perdu.

δρόμος

(itinéraire)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quelle route dois-je prendre pour me rendre à Athènes ?

δρόμος

(figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Elle est en route vers le bonheur.

δρόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il y a un chemin qui traverse les montagnes à dix kilomètres au sud d'ici.
Υπάρχει ένας δρόμος μέσα από τα βουνά δέκα χιλιόμετρα νότια από εδώ.

πορεία

(chemin)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le capitaine a changé le cap du navire.
Ο καπετάνιος άλλαξε τη ρότα του πλοίου.

διαδρομή, πορεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le cheval connaissait parfaitement la route du retour.
Το άλογο γνώριζε άψογα τον δρόμο για το σπίτι.

οδήγηση

(en voiture) (πράξη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La route fut vraiment fatigante.
Το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό.

δρόμος

nom féminin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Je crois qu'il fait fausse route en essayant de trouver un poste dans la publicité.

δρόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La rue a quatre voies.
Αυτός ο δρόμος έχει τέσσερις λωρίδες.

δρόμος

(figuré)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tous les chemins mènent à Rome.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο δρόμος προς την επιτυχία έχει πολλές λακκούβες.

οδός

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδιέξοδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ξεκινώ, φεύγω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On devra partir très tôt pour éviter les bouchons des heures de pointe.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε πολύ νωρίς για να αποφύγουμε την κίνηση την ώρα αιχμής.

ξεκινώ, αρχίζω

(ταξίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils sont partis pour Londres tôt le lendemain matin. // Nous partirons à 5 h du matin.
Ξεκίνησαν για το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Θα ξεκινήσουμε στις πέντε το πρωί.

ξεκινώ, αναχωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que tu es prêt ? Partons.
Είσαι έτοιμος να φύγουμε; Ας κουνηθούμε.

που υποφέρει από ναυτία μέσα σε αυτοκίνητο

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κατευθυνόμενος προς, προορισμένος για

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nous étions en route pour la plage quand nous avons remarqué deux auto-stoppeuses sous un arbre.

εμπρός

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le chevalier se mit en route pour sa quête. // Le bateau se mit en route toutes voiles dehors, faisant cap sur de nouvelles terres.
Ο ιππότης έφυγε ιππεύοντας για την αναζήτησή του. Το πλοίο απομακρύνθηκε με κατεύθυνση νέα εδάφη.

στη διαδρομή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous allons à la montagne en voiture, mais nous nous arrêterons en chemin (or: sur le chemin) prendre un café.
Οδηγούμε προς τα βουνά, αλλά θα σταματήσουμε για καφέ στη διαδρομή.

από ξηράς

adverbe

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καθ'οδόν

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nous serons sur la route pendant plusieurs jours lorsque nous ferons le voyage de New York à Los Angeles.

καθοδόν

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
On s'est arrêtés en chemin pour prendre des photos.
Κάναμε μια στάση καθοδόν και βγάλαμε φωτογραφίες.

προς τη σωστή κατεύθυνση

locution adverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στο σωστό δρόμο

locution adverbiale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non, nous ne sommes pas perdus ; nous sommes sur la bonne route.

επί τη ευκαιρία

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Janine a pris des cours d'allemand à l'école et ce faisant, a rencontré de nouveaux amis.
Η Τζανίν μαθαίνει γερμανικά στο σχολείο και, επί τη ευκαιρία, έκανε καινούργιους φίλους.

εθνική οδός

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le camionneur a pris la grande route (or: la route nationale) pour faire une livraison de bois en Californie.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο νέος αυτοκινητόδρομος θα δοθεί στην κυκλοφορία σε έναν μήνα.

πειρατής

(avion) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un pirate de l'air a tenté de prendre le contrôle du vol.

άκρη του δρόμου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Randy a ralenti quand il a vu la voiture de police au bord de la route.

θαλάσσια οδός

παράδρομος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Au lieu de prendre l'autoroute, nous avons emprunté une route secondaire.

άκρη του δρόμου

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Steve gara le camion sur le bord de la route.

οδική αρτηρία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παράδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεταναστευτικό πέρασμα

nom féminin (αποδημητικά πτηνά)

ζώα που σκοτώθηκαν από διερχόμενα οχήματα

(un seul)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ελικοειδής δρόμος

παράδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τμήμα δρόμου όπου απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εθνική οδός

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παράδρομος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ils se sont perdus quelque part sur les routes de campagne (or: routes secondaires) du Devon.

οδική δοκιμή

nom masculin (Automobile)

L'article rapporte les résultats des essais sur route de trois nouvelles voitures.

χωματόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La grand-rue est pavée mais les autres rues sont juste des chemins de terre.
Η οδός Main είναι ασφαλτοστρωμένη, αλλά οι υπόλοιποι δρόμοι δεν είναι παρά χωματόδρομοι.

αυτοκινητόδρομος με διαχωριστική νησίδα

(officiellement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τροχαία της εθνικής οδού στις ΗΠΑ

nom féminin (États-Unis)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πλακόστρωτος δρόμος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Après 3 kilomètres, la route goudronnée se transforma en chemin de gravier, plus difficile à parcourir à vélo.

δευτερεύουσα οδός

nom féminin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παράδρομος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δρόμος με διόδια

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il y a beaucoup de routes à péage autour de l'aéroport d'Orlando.

κεντρικός δρόμος

nom féminin (en dehors de la ville)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Prends les grandes routes, ne prends pas les petits chemins où tu vas te perdre.

οδήγηση εκτός δρόμου

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταξίδι με το αυτοκίνητο

(assez court)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Σχεδιάζουμε ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο στο Περθ αυτό το Σαββατοκύριακο.

Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ο δρόμος προς τον πλούτο

nom féminin (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκκλησάκι

nom féminin (στην Ελλάδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ασφαλτοστρωμένος δρόμος

nom féminin (με άσφαλτο)

εμπορική οδός

nom féminin

τροχαία παράβαση

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χωματόδρομος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δρόμος με πολλές στροφές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Εθνική Οδός

nom féminin

Un automobiliste a été contrôlé à plus du double de la vitesse autorisée de 70 miles à l'heure sur une route nationale dans le Worcestershire.
Ένας οδηγός εντοπίστηκε να οδηγεί με ταχύτητα σχεδόν διπλάσια από το όριο των 70 μιλίων/ώρα σε Εθνική Οδό του Γουστερσάιρ.

σιδηρόδρομος

(États-Unis)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ποδήλατο δρόμου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κύρια οδική αρτηρία

(Angleterre)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κόντρες

nom féminin (Athlétisme, Automobile) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

προβολείς αυτοκινήτου

nom masculin pluriel

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθ' οδόν για

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous étions en route pour Manchester quand nous avons entendu la nouvelle à la radio.

με κατεύθυνση,με προορισμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sommes-nous bien sur la route de Rome (or: qui mène à Rome ?)

παρακολουθώ διαδρομή στο χάρτη

locution verbale (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φεύγω

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nous nous sommes levés tôt pour prendre la route avant 7 h.

εφαρμόζω

locution verbale (plan)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οδηγώ χωρίς στάση

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρίβω απότομα

verbe transitif indirect

Il est sorti de la route pour éviter d'écraser un chien.

πάω αλλού

Πραγματικά πέρασα πολύ καλά στη Ρώμη, αλλά ήρθε η ώρα να πάω αλλού.

φεύγω για

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Demain, il part pour Chicago.

στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο δρόμο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κεντρικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δια ξηράς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθ' οδόν

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Finalement tout le monde était dans la voiture et on était en route.

πλωτή οδός

nom féminin (για ποντοπόρα πλοία)

υπόγεια διάβαση

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του route στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του route

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.