Τι σημαίνει το sangue στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sangue στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sangue στο Ιταλικό.
Η λέξη sangue στο Ιταλικό σημαίνει αίμα, αίμα, ενέργεια, αίμα, -, αίμα, ψυχή, μυώ, αιματοβαμμένος, καταματωμένος, αιμοδιψής, αιμοβόρος, αιμοχαρής, συγγένεια, τσαγανό, που αιμορραγεί, που χάνει αίμα, ανηλεής, βάναυσος, που αιμορραγεί, θανάσιμος, θανατηφόρος, ερεθισμένος, κοκκινισμένος, τρομακτικός, ανατριχιαστικός, φρικιαστικός, που ρουφά αίμα, θερμόαιμος, κατακόκκινος, γαλαζοαίματος, ψυχρόαιμος, εν ψυχρώ, αιμοδότης, αιμοδότρια, ρινορραγία, κηλίδα αίματος, κινητή μονάδα αιμοδοσίας, καφεκόκκινο, ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία, τράπεζα αίματος, βιολογικός αδερφός, αδερφός εξ αίματος, ασθένεια του αίματος, αιμοδότης, λεκές από αίμα, αιματολογική εξέταση, μετάγγιση αίματος, γαλάζιο αίμα, αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση, εξέταση αίματος, αιμοδοσία, συκοφαντία του αίματος, λίβελος του αίματος, απώλεια αίματος, επίχρισμα αίματος, παροχή αίματος, σχεδόν ωμό, φοβερός αγώνας, αίμα πυλαίας φλέβας, χρίσμα με αίμα, αγώνας μεταξύ ορκισμένων αντιπάλων, αιμοδοσία, αίμα, ομφάλιο αίμα, ολικό αίμα, κοκκινισμένα μάτια, κόκκινα μάτια, επίπεδο αλκοόλ στο αίμα, φτύνω αίμα, χύνω αίμα, είμαι απόλυτα δεσμευτικός, μαυρίζω κπ στο ξύλο, σπάω κπ στο ξύλο, κάνω κπ τόπι στο ξύλο, χύνω αίμα, αιμόφυρτος, καταματωμένος, καφεκόκκινος, ασυγκίνητος, ψύχραιμος, όχι καλοψημμένος, σταυραδερφός, εξέταση επιχρίσματος αίματος, γαλαζοαίματος, γαλαζοαίματη, σκληρή προσπάθεια, αποζημίωση που καταβάλλει ο δολοφόνος στην οικογένεια του θύματος, αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου, αιμορραγώ, μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος, στο χρώμα του αίματος, αιμοδοσία, ματωμένα χρήματα, ματώνω, πορφυρός, βαθυκόκκινος, εν ψυχρώ, ψυχραιμία, αίμα, δίνω, προκαλώ αιματοχυσία, προκαλώ αιματοχυσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sangue
αίμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo la rissa aveva il viso coperto di sangue. Μετά τον καυγά, το πρόσωπό του ήταν γεμάτο αίμα. |
αίμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Molto sangue fu versato prima della fine della battaglia. Έγινε μεγάλη αιματοχυσία πριν από το τέλος της μάχης. |
ενέργειαsostantivo maschile (figurato: vitalità) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Anni di lotte gli avevano tolto il sangue. Ο πολύχρονος αγώνας του απομύζησε την ενέργειά του. |
αίμαsostantivo maschile (figurato: discendenza) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I miei genitori sono di Dublino, dunque ho sangue irlandese. Οι γονείς μου είναι από το Δουβλίνο και γι' αυτό έχω ιρλανδικό αίμα. |
-sostantivo maschile (figurato: temperamento) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il suo sangue caldo lo mette spesso nei guai. Είναι θερμόαιμος και αυτό τον βάζει συχνά σε μπελάδες. |
αίμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il grembiule del macellaio era ricoperto di sangue. |
ψυχή(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'agricoltura è la linfa vitale di quel paese. |
μυώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devi fare odorare il sangue ai cani perché caccino i conigli. |
αιματοβαμμένος, καταματωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ragazzo teneva un fazzoletto insanguinato sul naso. |
αιμοδιψής, αιμοβόρος, αιμοχαρής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si dice che Barbanera sia stato un pirata sanguinario. |
συγγένεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per Peter la parentela era la cosa più importante e per questo era sempre felice di aiutare la sua famiglia. Ο Πήτερ ένιωθε πως η οικογένεια ήταν πιο σημαντικό από οτιδήποτε άλλο και πάντα βοηθούσε με χαρά τους συγγενείς του. |
τσαγανό(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
που αιμορραγεί, που χάνει αίμαaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il motociclista ferito era a terra, sanguinante e pieno di tagli. Ο τραυματισμένος μοτοσυκλετιστής κείτονταν στο δρόμο, πληγιασμένος και ματωμένος. |
ανηλεής, βάναυσος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il massacro è stato un atto crudele e spietato. |
που αιμορραγείaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fate pressione sulla ferita sanguinante. Άσκησε πίεση στην πληγή που αιμορραγούσε. |
θανάσιμος, θανατηφόρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Erano impegnati in un combattimento mortale. Μπλέχτηκαν σε μια θανάσιμη μάχη. |
ερεθισμένος, κοκκινισμένοςaggettivo (occhio) (μάτι) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio occhio sinistro è iniettato di sangue e infiammato. |
τρομακτικός, ανατριχιαστικός, φρικιαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Janice fece un urlo raccapricciante quando vide quella figura simile a un fantasma. |
που ρουφά αίμα(κυριολεκτικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
θερμόαιμος(zoologia) (κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατακόκκινοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si era messa un rossetto rosso sangue. |
γαλαζοαίματοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Senza dubbio il principe Carlo è di sangue nobile. |
ψυχρόαιμοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli animali a sangue freddo non possono regolare la temperatura corporea come quelli a sangue caldo. |
εν ψυχρώlocuzione avverbiale (figurato) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'uomo armato ha ucciso la sua vittima a sangue freddo. |
αιμοδότης, αιμοδότριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) La banca del sangue sta cercando nuovi donatori. |
ρινορραγία(επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il conducente perse sangue dal naso dopo aver battuto la testa contro il volante durante l'incidente. |
κηλίδα αίματοςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κινητή μονάδα αιμοδοσίαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καφεκόκκινοsostantivo maschile (colore) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψυχραιμία, αυτοκυριαρχίαsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τράπεζα αίματοςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La banca del sangue fornisce sangue per operazioni chirurgiche e trasfusioni. |
βιολογικός αδερφός, αδερφός εξ αίματοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non è mio fratello di sangue, bensì il mio fratellastro. |
ασθένεια του αίματοςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'anemia falciforme è una malattia del sangue. |
αιμοδότηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Sono un donatore di sangue da lungo tempo, ho già donato 56 litri. |
λεκές από αίμαsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Bisogna lavare le macchie di sangue con l'acqua fredda, altrimenti non vengono più via. |
αιματολογική εξέταση
Il suo esame del sangue ha evidenziato un alto livello di colesterolo. Η αιματολογική εξέτασή του έδειξε υψηλά επίπεδα χοληστερόλης. |
μετάγγιση αίματοςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Spesso si riceve una trasfusione di sangue dopo un incidente d'auto per rimpiazzare il sangue perduto dalle ferite. |
γαλάζιο αίμαsostantivo maschile (discendenza nobile) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I pompieri devono avere prontezza di spirito quando affrontano situazioni pericolose. Οι πυροσβέστες πρέπει να έχουν αυτοκυριαρχία όταν αντιμετωπίζουν επικίνδυνες καταστάσεις. |
εξέταση αίματοςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un checkup medico annuale comprende tipicamente un esame del sangue. |
αιμοδοσίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lunedì parteciperò per la novantacinquesima volta alla raccolta di sangue. |
συκοφαντία του αίματος, λίβελος του αίματοςsostantivo femminile (religione) (θρησκεία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απώλεια αίματοςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επίχρισμα αίματοςsostantivo femminile (ematologia) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παροχή αίματοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σχεδόν ωμόsostantivo femminile (βαθμός ψησίματος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοβερός αγώνας(figurato: resistenza fino alla fine) (εμφατικός τύπος) |
αίμα πυλαίας φλέβαςsostantivo maschile (biologia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χρίσμα με αίμαsostantivo maschile (caccia alla volpe) (τελετή: κυνήγι αλεπούς) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. |
αγώνας μεταξύ ορκισμένων αντιπάλωνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αιμοδοσίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αίμα(figurato: film horror) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ομφάλιο αίμα
|
ολικό αίμαsostantivo maschile |
κοκκινισμένα μάτια, κόκκινα μάτιαsostantivo plurale maschile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
επίπεδο αλκοόλ στο αίμαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτύνω αίμα, χύνω αίμαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho sudato sangue per quella donna e non so che altro lei si possa aspettare. |
είμαι απόλυτα δεσμευτικόςverbo (figurato: contratto vincolante) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) George cercava di svincolarsi dal contratto ma sembrava che fosse stato scritto col sangue. |
μαυρίζω κπ στο ξύλο, σπάω κπ στο ξύλο, κάνω κπ τόπι στο ξύλοverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χύνω αίμαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αιμόφυρτος, καταματωμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I vestiti insanguinati furono ritrovati sepolti accanto al cadavere. |
καφεκόκκινοςaggettivo invariabile (colore) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ασυγκίνητος, ψύχραιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si dice che quel detenuto sia un assassino spietato. |
όχι καλοψημμένοςaggettivo (carne: cottura) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non c'è molta differenza fra una bistecca molto al sangue e una bistecca cruda. |
σταυραδερφόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Si tagliarono i palmi delle mani e se le strinsero diventando fratelli per patto di sangue. |
εξέταση επιχρίσματος αίματοςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γαλαζοαίματος, γαλαζοαίματηsostantivo maschile (persona nobile) (μεταφορικά) La regina Elisabetta II è di sangue blu. |
σκληρή προσπάθεια(figurato: sforzo immenso) |
αποζημίωση που καταβάλλει ο δολοφόνος στην οικογένεια του θύματοςsostantivo maschile (figurato: denaro per un delitto) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αναλαμβάνω δράση εναντίον κάποιου(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αιμορραγώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La neomamma ebbe un'emorragia dopo il parto e dopo essere stata in ospedale per una settimana. |
μένω ψύχραιμος, μένω ήρεμος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Resta calmo e comportati come se non sapessi nulla. |
στο χρώμα του αίματοςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sulla porta è stata dipinta una striscia rosso sangue. |
αιμοδοσίαsostantivo femminile (προσφορά αίματος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci vuole solo un minuto del tuo tempo per la donazione di sangue ma può salvare una vita. |
ματωμένα χρήματαsostantivo maschile (figurato: denaro da delitti) (μεταφορικά) Giuda ricevette denaro sporco di sangue quando tradì Gesù. Considerava i soldi guadagnati a spese della vita di tanti come 'denaro sporco di sangue' e rifiutò di accettarli. |
ματώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I teppisti gli hanno fatto uscire il sangue dal naso e l'hanno lasciato con un occhio pesto. Οι νταήδες μάτωσαν τη μύτη του και του μαύρισαν το μάτι. |
πορφυρός, βαθυκόκκινοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il cremisi d'alizarina è un colore rosso sangue. |
εν ψυχρώlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ψυχραιμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bisogna che un leader mondiale sia in grado di mantenere la calma in tutte le situazioni. |
αίμαsostantivo maschile (figurato: parentela) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν μπορεί να την απαρνηθεί γιατί είναι αίμα του. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Attualmente c'è una gran selezione di persone che donano il sangue. |
προκαλώ αιματοχυσίαverbo transitivo o transitivo pronominale |
προκαλώ αιματοχυσίαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: uccidere) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sangue στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του sangue
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.