Τι σημαίνει το scendere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης scendere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του scendere στο Ιταλικό.
Η λέξη scendere στο Ιταλικό σημαίνει αποβιβάζομαι, κατεβαίνω, κυλώ, κατεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβαίνω από κτ, αποβιβάζομαι, ξεκαβαλάω, κατεβαίνω, προς τα κάτω, -, κατεβαίνω, κατηφορίζω, κατεβαίνω, απόγονος, κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω, αποβιβάζομαι, κατεβαίνω, είμαι κατηφορικός, κατεβαίνω, κατεβαίνω, πέφτω, πέφτω, πέφτω, έρχομαι, υποχωρώ, αποβιβάζομαι, πηγαίνω στην κατηφόρα, κατηφορίζω, κατεβαίνω, απομακρύνομαι, φεύγω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, κατηφορική κλίση, κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζω, πέφτω, ρίχνω νερό, κρυώνω, μειώνομαι, βγαίνω, κατεβαίνω από κτ, θυμάμαι ότι βρίσκομαι σε προνομιούχα θέση, κλοπή αυτοκινήτου, κλέφτης, κλέφτρα, κοινωνικός ξεπεσμός, αποβίβαση, πέφτει η τιμή μου, μπαίνω σε λεπτομέρειες, συμβιβάζομαι, αποδέχομαι, μπαίνω στον αγώνα, ξεκαβαλικεύω, είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός, ελεύθερη πτώση, αποβιβάζομαι, αποβιβάζομαι, κατεβαίνω, μετακίνηση προς τα κάτω, υποβιβάζω τον εαυτό μου, ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ, είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός, κρέμομαι, πέφτω, γεμίζω και αδειάζω, πέφτω προς τα κάτω, κατεβαίνω κάτω από κτ, ρίχνω, πέφτω κάθετα, κατεβαίνω, ρίχνω την τιμή, βάζω κπ στη θέση του, ξεκινώ, φεύγω, κατεβάζω, ρίχνω, μπαίνω σε κτ, πέφτω σε κτ, χάνω ύψος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πέφτω κάτω από κτ, κατεβάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης scendere
αποβιβάζομαι, κατεβαίνωverbo intransitivo (mezzo di trasporto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prendi la metro e scendi a Union Station. Πάρε το μετρό και κατέβα στον σταθμό Γιούνιον. |
κυλώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Una lacrima scese sulla guancia della ragazzina. |
κατεβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vai su a dire a tua sorella che scenda per la cena. Πήγαινε επάνω και πες στην αδερφή σου να κατέβει για δείπνο. |
κατεβαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Continua a scendere fino a raggiungere i piedi della montagna. |
κατεβαίνω από κτverbo intransitivo Sono sceso dal treno. |
αποβιβάζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I passeggeri che scendono alla prossima fermata devono recarsi nella vettura di testa. Οι επιβάτες που θα κατεβούν στον επόμενο σταθμό πρέπει να μετακινηθούν στο μπροστινό βαγόνι. |
ξεκαβαλάωverbo intransitivo (da bicicletta) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Seth rallentò e scese dalla bicicletta. |
κατεβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se scendi queste scale ti ritroverai nello scantinato. |
προς τα κάτω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono scesi dalla montagna. Περπάτησαν προς τα κάτω στο βουνό. |
-verbo intransitivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) I prezzi stanno scendendo nelle ultime settimane. Οι τιμές έπεσαν τις τελευταίες εβδομάδες. |
κατεβαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La strada sale e scende fino al mare. |
κατηφορίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) In questo punto la collina scende ripida. |
κατεβαίνωverbo intransitivo (in atletica) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La ginnasta si infortunò la caviglia al momento di scendere. |
απόγονοςverbo intransitivo (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζωverbo intransitivo (πάω προς τα κάτω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Iniziò a nevicare e decidemmo che avremmo fatto meglio a scendere. |
αποβιβάζομαιverbo intransitivo (da veicolo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I passeggeri si alzarono in piedi e aspettarono impazientemente di sbarcare. |
κατεβαίνωverbo intransitivo (in arrampicata) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È riuscita a scendere giù per la parete della montagna per cercare aiuto per il suo amico ferito. |
είμαι κατηφορικόςverbo intransitivo (di terreno) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κατεβαίνωverbo intransitivo (da veicolo alto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il camionista è sceso dalla cabina per controllare le gomme. Ο οδηγός της νταλίκας κατέβηκε απ' την καμπίνα για να ελέγξει τα λάστιχα. |
κατεβαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se il gatto è salito sull'albero sono sicuro che sarà anche in grado di scendere. |
πέφτωverbo intransitivo (prezzi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il prezzo del gas è sceso in ribasso. Η τιμή του πετρελαίου έπεσε περισσότερο από ποτέ. |
πέφτω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il livello dell'acqua scenderà con la bassa marea. Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης. |
πέφτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le azioni sono scese oggi. Η μετοχή έπεσε σήμερα. |
έρχομαι(alta marea) (παλίρροια) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'alta marea è salita intorno alle tre del pomeriggio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν είναι σωστό να βρίσκεσαι σε αυτή την παραλία όταν φουσκώνουν τα νερά. |
υποχωρώverbo intransitivo (στάθμη νερού) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando il livello dell'acqua calerà gli abitanti saranno lasciati rientrare a casa. Θα επιτραπεί στους κατοίκους να επιστρέψουν όταν το νερό υποχωρήσει. |
αποβιβάζομαιverbo intransitivo (da veicolo) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ansiosi di scendere, i passeggeri dell'aereo si alzarono non appena si fermò. |
πηγαίνω στην κατηφόραverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Una palla lasciata su un pendio andrà in discesa. |
κατηφορίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατεβαίνωverbo intransitivo (αριθμοί) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La percentuale delle infezioni di HIV finalmente inizia a diminuire. |
απομακρύνομαι, φεύγωverbo intransitivo (πολύ αργά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il lavandino è otturato e l'acqua scende molto lentamente. |
μειώνομαι, ελαττώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le vendite di computer fissi sono scese negli ultimi anni in quanto molti preferiscono i portatili. Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς. |
κατηφορική κλίσηverbo intransitivo (σε έδαφος, δρόμο) La strada digrada verso valle. Ο δρόμος παίρνει κατηφορική κλίση καθώς προχωράει στην κοιλάδα. |
κατεβαίνω, κατέρχομαι, κατηφορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (πάω προς τα κάτω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Iniziai a discendere la collina e scoprii che non avevo i freni. |
πέφτωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Da mesi la popolarità del presidente diminuisce. Η δημοτικότητα του προέδρου πέφτει εδώ και μήνες. |
ρίχνω νερόverbo intransitivo (nel gabinetto) (το καζανάκι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'acqua del gabinetto non va giù. Ci tocca chiamare un idraulico. Δεν λειτουργεί το καζανάκι στην τουαλέτα. Πρέπει να καλέσουμε υδραυλικό. |
κρυώνω(για καιρό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μειώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I prezzi potrebbero slittare un poco dopo la stagione turistica. |
βγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il treno si fermò accanto alla piattaforma e tutti i passeggeri scesero. |
κατεβαίνω από κτverbo intransitivo (mezzo di trasporto) Da queste parti è frequente che i passeggeri ringrazino l'autista quando scendono dall'autobus. |
θυμάμαι ότι βρίσκομαι σε προνομιούχα θέσηverbo intransitivo (figurato: diventare umili) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλοπή αυτοκινήτουsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλέφτης, κλέφτραsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
κοινωνικός ξεπεσμός
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quello che gli dava più fastidio non era la perdita della sua fortuna, ma l'essere sceso nella scala sociale. |
αποβίβασηverbo intransitivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πέφτει η τιμή μουverbo intransitivo (γίνομαι λιγότερο ακριβός) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quel computer scenderà di prezzo quando quando uscirà un modello più veloce. Θα αγοράσω το καινούριο μοντέλο κινητού όταν πέσει η τιμή του. |
μπαίνω σε λεπτομέρειεςverbo intransitivo (συχνά περιττές) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Senza entrare in dettaglio, dimmi come mai la biscottiera è vuota. Non capisco la domanda. Potresti entrare maggiormente in dettaglio? |
συμβιβάζομαι, αποδέχομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli avvocati dovrebbero trattare tra loro finché non raggiungono un accordo sulla questione. Οι δικηγόροι οφείλουν να διαπραγματεύονται μεταξύ τους, έως ότου συμβιβαστούν επί του ζητήματος. |
μπαίνω στον αγώναverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con un grande ritardo le squadre sono finalmente scese in campo. |
ξεκαβαλικεύωverbo intransitivo (figurato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός(figurato) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
ελεύθερη πτώσηverbo intransitivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bert saltò giù dall'aereo e scese in caduta libera per numerosi istanti. |
αποβιβάζομαιverbo intransitivo (από αεροπλάνο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποβιβάζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κατεβαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μετακίνηση προς τα κάτωverbo intransitivo (Η/Υ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per vedere il resto devi scorrere in giù di una pagina. |
υποβιβάζω τον εαυτό μουverbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parlare con quel criminale? Non mi abbasserò al suo livello. Θα μιλήσεις σ' αυτόν τον εγκληματία; Εγώ δεν θα έκανα ποτέ τέτοιο πράγμα στον εαυτό μου. |
ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kate affrontò la bulla dicendole ad alta voce di smetterla. Η Κέιτ όρθωσε το ανάστημά της στον τραμπούκο λέγοντάς του δυνατά να σταματήσει. |
είμαι αυστηρός, είμαι σκληρός(figurato) (με κάτι, σε κάτι) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κρέμομαι, πέφτωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Indossava una giacca che scendeva gonfiandosi sopra alla vita. Φορούσε ένα παλτό που φούσκωνε πάνω από τη μέση. |
γεμίζω και αδειάζωverbo intransitivo (φεγγάρι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La popolarità dell'hobby di fare a maglia è aumentata e diminuita durante gli anni. Il suo entusiasmo per il lavoro sale e scende. |
πέφτω προς τα κάτω(in una classifica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατεβαίνω κάτω από κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ragazza calò una fune ed il suo ragazzo si arrampicò fino in camera sua. Το κορίτσι έριξε ένα σκοινί και το αγόρι της σκαρφάλωσε στο δωμάτιό της. |
πέφτω κάθεταverbo intransitivo (αεροσκάφος) Quando il motore smise di funzionare, l'aereo scese in picchiata. |
κατεβαίνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una valanga gli ha impedito di scendere dalla montagna. Μια χιονοστιβάδα δεν τους άφησε να κατέβουν το βουνό. |
ρίχνω την τιμήverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: negoziazione) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nella contrattazione con il venditore Amy ha fatto scendere il prezzo del vaso a 20 sterline. |
βάζω κπ στη θέση τουverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Frank all'inizio era un po' presuntuoso ma il nuovo insegnante lo fece scendere dal piedistallo. Ο Φρανκ ήταν λίγο επιδεικτικός στην αρχή, αλλά ο δάσκαλος τον έβαλε στη θέση του. |
ξεκινώ, φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nave prenderà il mare alle tre in punto, perciò è meglio che arrivi puntuale. Το πλοίο θα ξεκινήσει στις τρεις, γι' αυτό καλύτερα να είσαι στην ώρα σου. |
κατεβάζω, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: negoziazione) (μεταφορικά: την τιμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo fatto scendere il prezzo a $45. Ρίξαμε την τιμή στα 45 δολάρια. |
μπαίνω σε κτverbo intransitivo Se entriamo in questa galleria scenderemo in una grande caverna. |
πέφτω σε κτverbo intransitivo (figurato) (εγώ ο ίδιος) L'uso di metanfetamine vi farà scendere in un inferno di dipendenza. Η χρήση της μεταμφεταμίνης θα σε ρίξει σε μια πραγματική κόλαση εθισμού. |
χάνω ύψοςverbo intransitivo (aeronautica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I motori hanno avuto un guasto e l'aereo ha cominciato a scendere in picchiata. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(alpinismo) |
πέφτω κάτω από κτverbo intransitivo (figurato: cifre, numeri) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli indici di ascolto scesero sotto i dieci milioni dopo che l'attore principale ebbe abbandonato il programma. |
κατεβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (di prezzo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του scendere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του scendere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.