Τι σημαίνει το shifting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης shifting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του shifting στο Αγγλικά.

Η λέξη shifting στο Αγγλικά σημαίνει κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση, που αλλάζει συνέχεια, που δεν μένει σταθερός, που μετακινείται, μετακινώ, αλλάζω, βάρδια, μετακίνηση, μετατόπιση, shift, βάρδια, αλλαγή, μεταβολή, λεβιές ταχυτήτων, φόρεμα σε ίσια γραμμή, μεταβολή, αλλαγή, ρήγμα, μετακινούμαι, βιάζομαι, αλλάζω ταχύτητα, πατάω shift, πουλάω, μετακινώ, αλλάζω, φιλάω κπ παθιασμένα, μεταβλητού σχήματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης shifting

κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση

noun (constant movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Janet watched the shifting of the sand in the wind.
Η Τζάνετ παρακολουθούσε την κίνηση της άμμου στον άνεμο.

που αλλάζει συνέχεια, που δεν μένει σταθερός

adjective (changing, wavering)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Robert's shifting opinions made it impossible to know what he really thought.

που μετακινείται

adjective (moving around)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The shifting sand began to form dunes.

μετακινώ

transitive verb (move)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The movers shifted the table one metre to the left.
Οι μεταφορείς μετακίνησαν το τραπέζι ένα μέτρο αριστερά.

αλλάζω

transitive verb (US (change: gear) (ταχύτητες στο αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The driver shifted gears as the car climbed the hill.
Ο οδηγός άλλαζε ταχύτητες, καθώς το αυτοκίνητο ανέβαινε στον λόφο.

βάρδια

noun (period of work)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This factory has three shifts: morning, evening and night.
Αυτό το εργοστάσιο έχει τρία ωράρια: πρωινό, απογευματινό και βραδινό.

μετακίνηση, μετατόπιση

noun (movement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The team's shift to the left confused the defence.
Η μετακίνηση της ομάδας στα αριστερά μπέρδεψε την άμυνα.

shift

noun (computer keyboard: key for uppercase) (πληκτρολόγιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
To type capital letters, you must hold the shift key.
Για να πληκτρολογήσεις με κεφαλαία, πρέπει να πιέσεις το πλήκτρο «shift».

βάρδια

noun (group of workers)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The evening shift left when the night shift arrived.

αλλαγή, μεταβολή

noun (change, alteration)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The shift in the weather surprised the residents.

λεβιές ταχυτήτων

noun (US (gear stick)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
He pushed the shift to a lower gear to pass the truck.

φόρεμα σε ίσια γραμμή

noun (dress)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She wore a black shift.
Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα.

μεταβολή, αλλαγή

noun (linguistic change)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
She's always making shifts in register - sometimes talking standard English, and sometimes slang.

ρήγμα

noun (fault in rock) (γεωλογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The seismologists found the shift that was causing the earthquakes.
Οι σεισμολόγοι βρήκαν το ρήγμα που προκαλούσε τους σεισμούς.

μετακινούμαι

intransitive verb (informal (move)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
We can't sit at this table; we need to shift.

βιάζομαι

intransitive verb (UK, informal (hurry)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Come on, shift! We'll be late!
Άντε, κουνήσου! Θα αργήσουμε!

αλλάζω ταχύτητα

intransitive verb (US (change gear)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
When the engine is running too fast, you should shift.

πατάω shift

intransitive verb (press the shift key)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Shift when you want to type a capital letter.

πουλάω

transitive verb (UK, colloquial (sell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We have to shift these radios by tomorrow.
Αυτά τα ραδιόφωνα πρέπει να έχουν φύγει μέχρι αύριο.

μετακινώ

transitive verb (transfer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The waiting officer shifted his weight from one foot to the other.

αλλάζω

transitive verb (exchange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He shifted opinions from one day to the next.

φιλάω κπ παθιασμένα

transitive verb (Ire, slang (kiss passionately)

μεταβλητού σχήματος

adjective (able to change shape) (σε γενική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του shifting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του shifting

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.