Τι σημαίνει το siento στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης siento στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του siento στο ισπανικά.

Η λέξη siento στο ισπανικά σημαίνει εφαρμόζω, μυρίζω, αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις, αισθάνομαι, νιώθω, μυρίζομαι, αισθάνομαι, νιώθω, λυπάμαι, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνομαι, νιώθω, γεύομαι, αίσθηση, έχω συναισθήματα, νιώθω, αισθάνομαι, αισθάνομαι, νιώθω, έχω την υποψία ότι/πως, θλίβομαι, λυπάμαι, στενοχωριέμαι, νιώθω, κυριεύομαι από κτ, καταλαμβάνομαι από κτ, αισθάνομαι, νιώθω, ταιριάζω, βάζω να καθίσει, βάζω να καθίσει, νοικοκυρεύομαι, αποκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι, βάζω τους κανόνες, προετοιμάζω το έδαφος, ταιριάζω γάντι, δεν κάνω καλό, δείχνω το δρόμο, ανοίγω το δρόμο, μετακινώ κπ σε νέα θέση, μετακινώ κπ σε άλλη θέση, κάνω προεργασία, πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούρα, τακτοποιούμαι, χαλάω, ξαπλώνω κπ κάτω, ξαναβάζω κπ να καθίσει, βάζω να καθίσει, το σηκώνω, πειράζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης siento

εφαρμόζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ese vestido te sienta muy bien.
Αυτό το φόρεμα σου πέφτει πολύ ωραία.

μυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Sentiste el nuevo perfume que está usando?

αισθάνομαι άσχημα, έχω τύψεις

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Siento no poder ayudarla más.
Αισθάνομαι άσχημα που δεν μπορώ να τη βοηθήσω περισσότερο.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sintió su mano sobre su hombro.
Αισθάνθηκε (or: ένιωσε) το χέρι της στον ώμο του.

μυρίζομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Sentiste la hostilidad en esa reunión?

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Podía sentir que ella lo miraba.
Μπορούσε να αισθανθεί το βλέμμα της επάνω του.

λυπάμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siento no habértelo contado antes.
Συγγνώμη που δεν στο είπα νωρίτερα.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo (σωματική αίσθηση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estoy sintiendo mucho dolor en la rodilla.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πολλές φορές ο μετανάστης υφίσταται ταπεινώσεις και προσβολές.

αισθάνομαι, νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
De repente, él sintió a otra persona en la habitación.
Ξαφνικά αισθάνθηκε (or: ένιωσε) πως υπάρχει κι άλλο άτομο στο δωμάτιο.

αισθάνομαι, νιώθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ya pasé lo peor de la gripe pero todavía me siento un poco débil.
Ξεπέρασα τη χειρότερη φάση της γρίπης, αλλά αισθάνομαι (or: νιώθω) ακόμη αδύναμος.

γεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sentí un poco de sabor a canela en la pasta.
Γεύτηκα λίγη κανέλα στα ζυμαρικά.

αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El sentir de la gente es que esta ley está bien.

έχω συναισθήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Es un hombre que siente intensamente.

νιώθω, αισθάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él sintió el choque en toda su intensidad.

αισθάνομαι, νιώθω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sintió su enfado al otro lado de la línea.

έχω την υποψία ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sospechábamos que la película iba a ser un éxito, pero no estábamos seguros.

θλίβομαι, λυπάμαι, στενοχωριέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El director lamentó tu ausencia durante la reunión.
Ο διευθυντής λυπήθηκε για την απουσία σου από την σύσκεψη.

νιώθω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Percibí hostilidad en su tono de voz.
Ένιωσα εχθρότητα στη φωνή του.

κυριεύομαι από κτ, καταλαμβάνομαι από κτ

(coloquial) (μεταφορικά)

Le entró (or: dio) un antojo de alcachofas.
Την έπιασε ξαφνικά επιθυμία για αγκινάρες.

αισθάνομαι, νιώθω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me di cuenta de que ella estaba diciendo la verdad.
Αισθάνθηκα ότι έλεγε την αλήθεια.

ταιριάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El abrigo te queda muy bien.
Το παλτό κάθεται πολύ καλά πάνω σου.

βάζω να καθίσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ella sentó a su bebé en la silla alta para poder prepararle su comida.

βάζω να καθίσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El acomodador nos sentó en la primera fila.

νοικοκυρεύομαι, αποκαθίσταμαι, τακτοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Yo quería casarme, pero él no estaba dispuesto a establecerse.
Ήθελα να παντρευτώ αλλά εκείνος δεν ήταν έτοιμος να νοικοκυρευτεί. Ταξιδεύω υπερβολικά πολύ για τη δουλειά μου για να μπορέσω να αποκατασταθώ (or: νοικοκυρευτώ) και να κάνω οικογένεια.

βάζω τους κανόνες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi madre sentó las reglas: si fumo, no puedo seguir viviendo en casa.

προετοιμάζω το έδαφος

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La acción de los primeros colonos sentó las bases para las generaciones venideras.

ταιριάζω γάντι

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ese vestido te sienta como un guante.

δεν κάνω καλό

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las grasas saturadas sientan mal al corazón.
Τα κεκορεσμένα λίπη δεν κάνουν καλό στην καρδιά.

δείχνω το δρόμο, ανοίγω το δρόμο

expresión (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετακινώ κπ σε νέα θέση, μετακινώ κπ σε άλλη θέση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω προεργασία

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La investigación de mi tesis sentó las bases para mi primer libro.

πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούρα

locución verbal (coloquial) (καθομιλουμένη, για φαγητά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me sientan mal los productos lácteos.
Τα γαλακτοκομικά προϊόντα με πειράζουν.

τακτοποιούμαι

(figurado, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que esa pizza me cayó mal al estómago.
Νομίζω πως η πίτσα μου ανακάτεψε το στομάχι.

ξαπλώνω κπ κάτω

(figurado) (καθομιλουμένη)

Después de que el golpe sentara al boxeador, el referí declaró ganador al oponente.

ξαναβάζω κπ να καθίσει

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω να καθίσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No tenemos suficientes sillas para sentar a toda la gente.
Δεν έχουμε αρκετές καρέκλες για να καθίσει όλη η ομάδα.

το σηκώνω

locución verbal (καθομ, μεταφορικά: για φαγητό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La comida muy condimentada no me sienta bien.
Το πικάντικο φαγητό μου κάθεται βαρύ στο στομάχι.

πειράζω

(comidas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Creo que las ostras me han caído mal. Me pasé la noche vomitando.
Νομίζω ότι αυτά τα μύδια δεν μου έκατσαν καλά, όλη νύχτα έκανα εμετό.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του siento στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του siento

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.