Τι σημαίνει το snatch στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης snatch στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του snatch στο Αγγλικά.

Η λέξη snatch στο Αγγλικά σημαίνει αρπάζω, γρήγορη κίνηση, μουνί, απόσπασμα, διάστημα, ληστεία, προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω, αρπάζω, κλέβω, ξεκλέβω, κλέβω, αρπάζω, τραβάω, τραβώ, αρπάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης snatch

αρπάζω

transitive verb (take, grab quickly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The seagull swooped down and snatched the sandwich from Lisa's hand.
Ο γλάρος έκανε βουτιά προς τα κάτω και άρπαξε το σάντουϊτς από το χέρι της Λίζας.

γρήγορη κίνηση

noun (act of snatching) (για να αρπάξω κτ)

The thief's snatch for Alex's phone was unsuccessful.
Η γρήγορη κίνηση του κλέφτη για να αρπάξει το τηλέφωνο του Άλεξ ήταν ανεπιτυχής.

μουνί

noun (vulgar, slang (female genitals, pussy) (χυδαίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tim pulled up Emily's dress to see her snatch.

απόσπασμα

noun (fragment)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
From her seat in the corner of the crowded café, Allison could hear snatches of conversation.

διάστημα

noun (short period of time)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sometimes there would be brief snatches when Peter forgot about Amanda completely.

ληστεία

noun (UK, informal (robbery)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The robbers were organising a jewel snatch.

προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω

(attempt to grab)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nancy snatched at the end of the rope, but couldn't manage to catch hold of it.

αρπάζω, κλέβω

transitive verb (steal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The thieves snatched the diamonds from the jeweller's display.

ξεκλέβω

transitive verb (take hurriedly) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
After his night out, Adam snatched a couple of hours sleep before getting up for work.

κλέβω

transitive verb (gain by narrow margin) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The home team snatched victory in the last minutes of the game.

αρπάζω

transitive verb (informal (kidnap)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The man snatched Betty as she walked along the street in broad daylight.

τραβάω, τραβώ

(remove suddenly) (απότομα, γρήγορα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sally snatched her hand away when Josh tried to take hold of it.

αρπάζω

phrasal verb, transitive, separable (grab)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I snatched up so many tee-shirts because they cost a mere dollar.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του snatch στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.