Τι σημαίνει το sporting στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sporting στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sporting στο Αγγλικά.

Η λέξη sporting στο Αγγλικά σημαίνει δίκαιος, αθλητικός, δίκαιος, δίκαιος, ίσος, άθλημα, άθληση, γυμναστική, διασκέδαση, φίλος, φίλος, αδερφός, φοράω, έχω, αθλητικός, αθλητικός, διασκέδαση, μετάλλαξη, παίζω με κτ, ίσες ευκαιρίες, αθλητική εκδήλωση, αθλητικά είδη, αθλητικές δραστηριότητες, αθλητικός εξοπλισμός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sporting

δίκαιος

adjective (figurative (person, action: fair)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I don't think Jim would cheat on his golf score; he's a sporting type who is usually very honest.

αθλητικός

adjective (relating to sports) (για χρήση στον αθλητισμό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
George enjoys sporting activities and being outdoors.

δίκαιος

adjective (person: sporty) (άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jack is a sporting guy who excels at baseball, hockey, and swimming.

δίκαιος, ίσος

adjective (figurative (chance: reasonable, fair) (ευκαιρία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
After all of our practicing, we have a sporting chance of winning the game.

άθλημα

noun (game)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Baseball is my favourite sport.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα χειμερινά σπορ με συναρπάζουν.

άθληση, γυμναστική

noun (physical activity)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I like reading and sport, but have too little time for either.
Μου αρέσουν το διάβασμα και τα σπορ, αλλά δεν έχω χρόνο για κανένα από τα δύο.

διασκέδαση

noun (entertainment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah shoots bears for sport.
Η Σάρα πυροβολεί αρκούδες για χόμπυ.

φίλος

noun (informal ([sb] amenable)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Would you be a sport and lend me some money?

φίλος, αδερφός

noun (AU, informal (friendly term of address)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Hey, sport, can you come help me with this?
Ε, φιλαράκι, μπορείς να έρθεις να με βοηθήσεις με αυτό;

φοράω

transitive verb (wear)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda was sporting a T-shirt with the slogan "I'm with Stupid!"
Η Αμάντα φορούσε ένα φανελάκι με το σλόγκαν "Είμαι με τον Ηλίθιο!"

έχω

transitive verb (figurative (have: [sth] visible)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James is sporting a black eye after his fight with Bob.
Ο Τζέιμς έχει ένα μαυρισμένο μάτι μετά τον καυγά του με τον Μπομπ.

αθλητικός

adjective (relating to athletic activity)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wembley Stadium in London is a major sports venue.

αθλητικός

adjective (clothing, equipment: for athletic use)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The hotel has a gym and swimming pool, so remember to pack your sports gear.

διασκέδαση

noun (literary (fun, amusement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"As flies to wanton boys, are we to the gods; they kill us for their sport." - Shakespeare

μετάλλαξη

noun (botany: mutation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Golden Wedding" was cultivated from a bud sport in our nursery.

παίζω με κτ

(literary (play) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
How cruel he is, to sport with my emotions in this way.
Είναι πολύ σκληρός για να παίζει με τα αισθήματά μου με τέτοιο τρόπο.

ίσες ευκαιρίες

noun (fair opportunity) (δικαιοσύνη)

I'm a firm believer in giving everyone a sporting chance. One team was so good that the other didn't even have a sporting chance.
Η μία ομάδα ήταν τόσο καλή που η άλλη δεν είναι καμία πιθανότητα.

αθλητική εκδήλωση

noun (athletic competition)

αθλητικά είδη

plural noun (sports equipment for sale)

The shop specializes in sporting goods.

αθλητικές δραστηριότητες

plural noun (physical pursuits)

αθλητικός εξοπλισμός

noun (gear used to play sport)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sporting στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.