Τι σημαίνει το sulla στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sulla στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sulla στο Ιταλικό.
Η λέξη sulla στο Ιταλικό σημαίνει που βρίσκεται στη δεκαετία των 20, περιστροφή με το κεφάλι, υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω, συμμορφώνομαι, ωμός, πολιτική γραμμή, στο ίδιο μήκος κύματος, που κάνει ηλικιακές διακρίσεις, ειλικρινής, ευθής, τραβηγμένος πίσω, εικοσάρης, εικοσάχρονος, πενηντάρης, πενηντάρα, δεσμευτικός, οδηγούμενος προς ύφεση, ενημερωμένος για τα πολιτικά τεκταινόμενα, ενημερωμένος για την πολιτική επικαιρότητα, εξώπλατος, στη στεριά, στην ξηρά, στη γη, που συζητιέται πολύ, που είναι στη δημοσιότητα, στην ξηρά,στη στεριά, γραπτώς, στην ξηρά,στη στεριά, στην κορυφή,στον κολοφώνα, αριστερά, στο χώρο, στα δεξιά, δεξιά, εκεί που σκάει το κύμα, σε θέση άμυνας, επί τόπου, στο όριο της φτώχειας, επί τόπου, προς τη σωστή κατεύθυνση, με βάση το ότι, στη στεριά, στα δεξιά, στο σωστό δρόμο, στο σωστό δρόμο, ξαπλωμένος ανάσκελα, στην ίδια θέση, ευυπόληπτα, το έχω στην άκρη της γλώσσας μου, Καλώς ήρθες στον κλαμπ!, επάνοδος, επιστροφή, επανεμφάνιση, ρακοσυλλέκτης σε παραλία, σεληνιακός περίπατος, εκτόξευση, χτυπηματάκι στο κεφάλι, στέγη, επιβράβευση, φόρος κατανάλωσης καυσίμων, νόμος που αποκλείει έμμεσες μαρτυρίες, ψυχολογικό ερωτηματολόγιο, αφάλεια ζωής, έκπτωση δημοτικών τελών, έρευνα ικανοποίησης πελατών, πενηντάρης, ασφάλεια ζωής, μελέτη ασφαλείας, σήμα, ώριμη ντομάτα, προμήθεια, φιλάκι στο μάγουλο, φόρος υπεραξίας, ασφαλιστικός νόμος για το ποσό σύνταξης εργαζομένου, ταμπέλα, κατάστημα στο κέντρο, διακοπές για σκι, το κερασάκι στην τούρτα, θέμα που συζητούν όλοι, νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑ, ο χρόνος που περνά το μωρό μπρούμυτα, εργατική νομοθεσία, Γυναικείες Σπουδές, γύρω στα 35, πάνω σε, καθ' οδόν για, στον απόηχο, στο κατόπι, μετά από, με κατεύθυνση,με προορισμό, στην κορυφή, στο ψηλότερο σημείο, στο πιο ψηλό σημείο, πλησιάζω τα, κοντεύω τα, με βάση κτ, πιστέυω, προχωράω γρήγορα, φέρω βάρος στη συνείδησή μου, μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο, επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσω, παρασύρω, αμυντικός, απολογητικός, παρεκκλίνων, παραποτάμιος, παραλίμνιος, αφηγηματικός, αφηγητικός, μαζικός, σαραντάρης, σαραντάρα, εξηντάρης, εξηντάρα, γραπτώς, φαινομενικά, θεωρητικά, από πρώτο χέρι, προς τη σωστή κατεύθυνση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sulla
που βρίσκεται στη δεκαετία των 20
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περιστροφή με το κεφάλι(break dance) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπομένω, υφίσταμαι, αντέχω(vivere un evento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I nostri nonni hanno visto la guerra e sanno cosa significa perdere tutto. |
συμμορφώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Joey ha promesso di ravvedersi, ma non nutro molte speranze. Ο Τζόϋ υποσχέθηκε ότι θα συμμορφωθεί, αλλά δεν τρέφω πολλές ελπίδες. |
ωμόςaggettivo (persona) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan è un tipo diretto; se vuoi una risposta onesta, chiedigli pure qualsiasi cosa. Ο Ντον είναι πολύ ευθύς, γι' αυτό μπορείς να τον ρωτήσεις οτιδήποτε εάν θέλεις να λάβεις ειλικρινή απάντηση. |
πολιτική γραμμή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il governatore prende decisioni politiche. Ο Κυβερνήτης παίρνει αποφάσεις σχετικά με την πολιτική. |
στο ίδιο μήκος κύματος(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που κάνει ηλικιακές διακρίσεις
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ειλικρινής, ευθής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τραβηγμένος πίσωlocuzione aggettivale (capelli) (μαλλιά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εικοσάρης, εικοσάχρονοςlocuzione aggettivale (età) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι εικοσικάτι χρονών, αλλά μεγαλοδείχνει. |
πενηντάρης, πενηντάρα(età) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Mio papà era appena sulla cinquantina quando è andato in pensione. // La polizia vuole sentire un uomo sulla cinquantina che è stato visto vicino al luogo del delitto. |
δεσμευτικόςverbo intransitivo (figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Sono solo delle linee guida, non sono scolpite sulla pietra. |
οδηγούμενος προς ύφεσηaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ενημερωμένος για τα πολιτικά τεκταινόμενα, ενημερωμένος για την πολιτική επικαιρότηταaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
εξώπλατος(vestiti) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στη στεριά, στην ξηρά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono contento di mettere di nuovo piede sulla terraferma. |
στη γηavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non c'è nulla di simile sulla Terra! |
που συζητιέται πολύ, που είναι στη δημοσιότηταlocuzione avverbiale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A favore o contro, il sistema sanitario nazionale è sulla bocca di tutti ultimamente. In questi giorni il nuovo scandalo è sulla bocca di tutti. Το νέο σκάνδαλο συζητιέται πολύ αυτές τις μέρες. |
στην ξηρά,στη στεριά(non in acqua) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il ghepardo è l'animale più veloce sulla terraferma. |
γραπτώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dobbiamo mettere questi accordi per iscritto. Πρέπει να έχουμε τις συμφωνίες αυτές γραπτώς. |
στην ξηρά,στη στεριά(non in acqua) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην κορυφή,στον κολοφώνα(dell'onda) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αριστερά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο χώροavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στα δεξιάlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ufficio postale è più avanti lungo la strada, sulla destra. |
δεξιά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εκεί που σκάει το κύμα(θάλασσα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Abbiamo passeggiato sulla riva e raccolto conchiglie. |
σε θέση άμυναςavverbio (figurato) |
επί τόπουavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στο όριο της φτώχειαςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επί τόπου(figurato) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I nostri giornalisti sono sul posto per documentare dal vivo nel luogo dell'accaduto. Έχουμε επί τόπου δημοσιογράφους που ενημερώνουν ζωντανά από το επίκεντρο των γεγονότων. |
προς τη σωστή κατεύθυνσηlocuzione avverbiale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με βάση το ότι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) William è stato licenziato sulla base del fatto che la sua prestazione lavorativa era insufficiente. |
στη στεριάavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È stato un sollievo scendere dalla nave e ritrovarsi di nuovo sulla terraferma. Ήταν μεγάλη ανακούφιση να αποβιβάζεται κανείς από το πλοίο και να πατά το πόδι του πάλι στη στεριά. |
στα δεξιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le automobili britanniche e giapponesi hanno il posto guida sulla destra. Τα βρετανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα έχουν το τιμόνι στα δεξιά. |
στο σωστό δρόμο(κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στο σωστό δρόμο(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Uso un'app per tenere sotto controllo tutti i miei progetti. |
ξαπλωμένος ανάσκελα(colloquiale) Dopo quella camminata di 10 miglia era così stanco che si è messo a pancia all'aria per un'ora. |
στην ίδια θέση(figurato) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ευυπόληπταlocuzione avverbiale (figurato) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nella sua vita Matt è sempre rimasto sulla retta via: non ha mai preso nemmeno una multa per divieto di sosta! |
το έχω στην άκρη της γλώσσας μουlocuzione avverbiale (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Καλώς ήρθες στον κλαμπ!interiezione (figurato) (μεταφορικά, καθομ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επάνοδος, επιστροφή, επανεμφάνισηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fa il suo ritorno sulla scena con l'uscita del suo nuovo singolo. Κάνει την επάνοδό του με την έκδοση του νέου του σινγκλ. |
ρακοσυλλέκτης σε παραλία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σεληνιακός περίπατοςsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκτόξευσηsostantivo maschile (veicolo aerospaziale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χτυπηματάκι στο κεφάλιsostantivo maschile (tocco affettuoso) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nulla piace al cane quanto un buffetto sulla testa. |
στέγηsostantivo maschile (μεταφορικά: κατοικία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La casa non sarà bellissima, ma almeno hai un tetto sulla testa. I terremotati sono rimasti senza un tetto sulla testa. |
επιβράβευσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo bonus di fine anno si è rivelato essere una pacca sulla spalla e tanti complimenti per il suo lavoro durante l'anno. |
φόρος κατανάλωσης καυσίμωνsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Per aumentare gli introiti fiscali il governo valuta sempre aumenti delle accise sulla benzina. |
νόμος που αποκλείει έμμεσες μαρτυρίες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψυχολογικό ερωτηματολόγιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I questionari sulla personalità sono usati da psicologi e psichiatri per valutare le caratteristiche della personalità. |
αφάλεια ζωήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ho fatto un'assicurazione sulla vita per aiutare la mia famiglia nel caso in cui mi dovesse succedere qualcosa. |
έκπτωση δημοτικών τελών(UK) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
έρευνα ικανοποίησης πελατών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πενηντάρης(γενικά: γύρω στα 50) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στα πενήντα φεύγα του, ο Γιάννης παραμένει εξίσου γοητευτικός. |
ασφάλεια ζωήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Le persone con figli piccoli sono più propense a stipulare un'assicurazione sulla vita. |
μελέτη ασφαλείαςsostantivo plurale maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σήμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ώριμη ντομάταsostantivo maschile |
προμήθειαsostantivo maschile (κέρδος πωλητή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φιλάκι στο μάγουλοsostantivo maschile (informale) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φόρος υπεραξίας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ασφαλιστικός νόμος για το ποσό σύνταξης εργαζομένουsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταμπέλαsostantivo maschile (σε πόρτα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nel cartello sulla porta c'era scritto: "non disturbare". |
κατάστημα στο κέντρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διακοπές για σκι
|
το κερασάκι στην τούρταsostantivo femminile (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θέμα που συζητούν όλοιverbo (idiomatico) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
νόμος περί ελευθερίας της πληροφόρησης των ΗΠΑsostantivo femminile (Stati Uniti) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ο χρόνος που περνά το μωρό μπρούμυτα(bebé: posizione prona) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εργατική νομοθεσίαsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Γυναικείες Σπουδέςsostantivo plurale maschile |
γύρω στα 35(età: come sostantivo) (ηλικία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πάνω σε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un piccolo gatto grigio era appollaiato in cima al muro del giardino. |
καθ' οδόν γιαavverbio (andare verso) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eravamo sulla strada per Manchester quando abbiamo sentito la notizia all'autoradio. |
στον απόηχο, στο κατόπι, μετά απόpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sulla scia del successo dei Beatles, diversi gruppi inglesi distribuirono i loro dischi negli Stati Uniti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από το παιχνίδι, οι οπαδοί έτρεξαν στο γήπεδο. Στον απόηχο της επιτυχίας των Μπιτλς, πολλά βρετανικά συγκροτήματα κυκλοφόρησαν δίσκους στην Αμερική. |
με κατεύθυνση,με προορισμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην κορυφή, στο ψηλότερο σημείο, στο πιο ψηλό σημείοpreposizione o locuzione preposizionale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo la tormenta gli scalatori rimasero isolati sulla cima della montagna. |
πλησιάζω τα, κοντεύω τα(età) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom si rifiuta sempre di rivelare la sua età, ma probabilmente andrà per la settantina. Ο Τομ πάντα αρνείται ν' αποκαλύψει την ηλικία του, πρέπει όμως να πλησιάζει (or: κοντεύει) τα εβδομήντα. |
με βάση κτ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Οι υποψήφιοι θα κριθούν με βάση την επίδοσή τους στη συνέντευξη. |
πιστέυω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non credermi sulla parola, guarda tu stesso. |
προχωράω γρήγορα
|
φέρω βάρος στη συνείδησή μουverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο(imparare da un'esperienza difficile) |
επιστρέφω, γυρίζω πίσω, πάω πίσω, πηγαίνω πίσωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si sta facendo tardi, torniamo indietro. |
παρασύρω(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I giovani possono essere facilmente portati sulla cattiva strada a causa di falsi valori. |
αμυντικός, απολογητικός(συμπεριφορά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si mette sulla difensiva se le parli del suo divorzio. |
παρεκκλίνων
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Joseph si prende cura degli adolescenti sulla cattiva strada durante i fine settimana. |
παραποτάμιοςavverbio (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La locanda sulla riva del fiume era chiusa a causa dell'alluvione. |
παραλίμνιοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αφηγηματικός, αφηγητικός(relativo alla narrazione di storie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μαζικόςlocuzione aggettivale (pubblicità) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σαραντάρης, σαραντάρα(età) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Sulla quarantina, mio padre ha iniziato a perdere i capelli. |
εξηντάρης, εξηντάρα(età) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Marie Curie è morta del 1934, sulla sessantina. |
γραπτώς(κυριολεκτικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non credetti alla notizia che era morto finché non lo lessi nero su bianco sul giornale. Il testamento dice chiaramente nero su bianco che tutti i soldi spettano a me. |
φαινομενικά, θεωρητικάavverbio (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sulla carta il piano sembra perfetto. Ma nella realtà? Φαινομενικά το σχέδιο δουλεύει τέλεια. Στην πραγματικότητα όμως; |
από πρώτο χέρι(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È stato lui, in prima persona, a darmi l'informazione. |
προς τη σωστή κατεύθυνσηlocuzione avverbiale (figurato) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sulla στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του sulla
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.