Τι σημαίνει το tetto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tetto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tetto στο Ιταλικό.
Η λέξη tetto στο Ιταλικό σημαίνει στέγη, σκεπή, στέγη, άνω όριο, ανώτατο όριο, ταράτσα, οροφή, πλαφόν, όριο, υλικό κατασκευής στέγης, όριο, όριο, βάζω στέγη, κεκλασμένη στέγη, με αχυροσκεπή, η κορυφή του κόσμου, αχυροσκεπή, στέγη, δίρριχτη στέγη, ανώτατο όριο τιμών, επικλινής στέγη, σκεπή από άχυρο, αχυρένια σκεπή, σκεπή με κεραμίδια, ταράτσα, διαρροή από τη στέγη, διαρροή από την οροφή, δίκλινη στέγη με κοίλωμα, λαμαρινένια σκεπή, γραμμή οροφής, ταράτσα, περιορίζω, τοποθετώ νέα στέγη σε κτ, προϋπολογισμός, αρχιτεκτονική ξύλινων αμερικάνικων μεζονετών, καλύπτω με αχυροσκεπή, ορίζω πλαφόν, επιβάλλω πλαφόν, θέτω ανώτατο όριο, χωρίς σκεπή, οικογενειακή εστία, αμφικλινής στέγη, τετράριχτη στέγη, βάζω τετράριχτη στέγη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tetto
στέγη, σκεπήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il tetto ha bisogno di essere riparato per evitare che la pioggia entri. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ανέβηκε στην ταράτσα της πολυκατοικίας για να φτιάξει την κεραία. |
στέγηsostantivo maschile (figurato: casa) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Giovanotto, finché stai sotto il mio tetto fai come dico io! |
άνω όριο, ανώτατο όριο
In questo periodo il tetto del debito pubblico è un grosso problema per il governo. Στις μέρες μας, το ανώτατο όριο χρέους είναι μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση. |
ταράτσαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I teenager sedevano sul tetto a fumare sigarette. |
οροφήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλαφόνsostantivo maschile (limite massimo) (ανώτατο όριο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il governo ha stabilito un tetto alla spesa militare. Η κυβέρνηση έθεσε πλαφόν στα στρατιωτικά έξοδα. |
όριο(figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quest'anno il congresso ha fissato un tetto alle spese discrezionali. |
υλικό κατασκευής στέγης
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
όριο(ανώτατο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il governo vuole fissare delle quote per l'immigrazione. |
όριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il governo ha posto un limite alla somma che i banchieri possono percepire a titolo di bonus. |
βάζω στέγη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κεκλασμένη στέγη
|
με αχυροσκεπή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Rebecca sogna di abitare in Inghilterra in un cottage con il tetto di paglia. |
η κορυφή του κόσμουsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'aereo volava così alto che ci sembrava di toccare il tetto del mondo. |
αχυροσκεπή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molte delle case più vecchie della zona hanno dei tetti in paglia. |
στέγηsostantivo maschile (μεταφορικά: κατοικία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La casa non sarà bellissima, ma almeno hai un tetto sulla testa. I terremotati sono rimasti senza un tetto sulla testa. |
δίρριχτη στέγηsostantivo maschile I tetti spioventi sono comuni nelle località con un clima molto piovoso. |
ανώτατο όριο τιμώνsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Molti economisti ritengono che fissare un tetto massimo dei prezzi interferisca con l'economia del libero mercato |
επικλινής στέγηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκεπή από άχυρο, αχυρένια σκεπήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un tetto di paglia non protegge molto dalla pioggia. |
σκεπή με κεραμίδιαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molte case a sudovest imitano lo stile mediterraneo con i tetti di tegole. |
ταράτσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
διαρροή από τη στέγη, διαρροή από την οροφήsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una chiazza umida apparve sul soffitto nel punto in cui l'infiltrazione dal tetto lasciava entrare la pioggia. |
δίκλινη στέγη με κοίλωμαsostantivo maschile (αρχιτεκτονική: τύπος οροφής) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λαμαρινένια σκεπή
|
γραμμή οροφής
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ταράτσαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περιορίζωsostantivo maschile (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τοποθετώ νέα στέγη σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προϋπολογισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Το μπάτζετ μου δεν μου επιτρέπει να μείνω σε πολυτελές ξενοδοχείο. |
αρχιτεκτονική ξύλινων αμερικάνικων μεζονετώνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλύπτω με αχυροσκεπή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'uomo si impegnò per fare un tetto di paglia come copertura prima della tempesta. |
ορίζω πλαφόν, επιβάλλω πλαφόν, θέτω ανώτατο όριοverbo transitivo o transitivo pronominale (limite massimo) (για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il manager ha fissato un tetto di spesa di 50.000 dollari. Ο διευθυντής επέβαλε πλαφόν εξόδων σε χαμηλά επίπεδά. |
χωρίς σκεπήlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οικογενειακή εστίαsostantivo maschile Henry disse che ciò che faceva sua moglie non era più un suo problema, dato che lei aveva abbandonato il tetto coniugale. |
αμφικλινής στέγηsostantivo maschile |
τετράριχτη στέγηsostantivo maschile |
βάζω τετράριχτη στέγηverbo transitivo o transitivo pronominale (architettura) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tetto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tetto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.