Τι σημαίνει το tombé στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tombé στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tombé στο Γαλλικά.
Η λέξη tombé στο Γαλλικά σημαίνει τάφος, τόπος ταφής, χάνομαι, πεσμένος, τάφος, που έπεσε, τρώω τούμπα, πέφτω, πέφτω, πέφτω, κατρακυλώ, φτάνω, πέφτω, σωριάζομαι, κρέμομαι, πέφτω, τρόπος που πέφτει, το πως πέφτει, εφαρμόζω, πέφτω, τραυματίζομαι, πέφτω, -, εμπίπτω, προσγειώνομαι, πέφτω, ρίχνω το δέρμα, πέφτω, κρέμομαι, κρέμομαι, σωριάζομαι, πέφτω, κρέμομαι, πέφτω, πέφτω, πέφτω, που γίνεται την κατάλληλη στιγμή, που ναυάγησε, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, δίπλα στον τάφο, που κρέμεται, που έχει χαλαρώσει, αχρηστευμένος, έκπληκτος, κατάπληκτος, θεόσταλτος, θεόσταλτος, που πέφτει, θεόσταλτος, στον τάφο, στο χώμα, ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες, Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο., λεηλάτηση τάφου, ό,τι πρέπει, που δεν πιάνεται κορόιδο, που δεν είναι κορόιδο, τυμβωρύχος, τυμβωρύχος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tombé
τάφοςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La nouvelle maison était face à un vieux cimetière rempli de tombes. Το καινούριο σπίτι ήταν απέναντι από ένα παλιό νεκροταφείο γεμάτο τάφους. |
τόπος ταφήςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
χάνομαι(μεταφορικά, ευφημισμός) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il est tombé au champ d'honneur. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πολλοί νέοι άντρες χάθηκαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. |
πεσμένοςparticipe passé (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Le fruit tombé gisait sur l'herbe autour de l'herbe. |
τάφος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Les amis du défunt étaient rassemblés autour de la tombe. |
που έπεσεadjectif (στο μέτωπο, στον πόλεμο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La ville a construit un mémorial pour ses soldats morts au combat. Ο δήμος έχτισε ένα μνημείο μνήμης για τους πεσόντες στρατιώτες του. |
τρώω τούμπα(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai glissé sur du verglas et je suis tombé dans le parking. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis tombé de l'échelle hier. C'est l'automne et les feuilles tombent. Έπεσα από τη σκάλα χθες. Είναι φθινόπωρο και πέφτουν τα φύλλα. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un des boutons du manteau de Chloe était tombé (or: s'était détaché). Είχε πέσει ένα από τα κουμπιά στο παλτό της Κλόε. |
πέφτω, κατρακυλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνω(figuré : argent, nouvelle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On ne sait jamais quand une mauvaise nouvelle va tomber. |
πέφτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σωριάζομαι(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κρέμομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le jeune homme avait une longue frange qui tombait sur son front. |
πέφτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne m'étais pas rendu compte que mon sac était ouvert : mon portable est tombé et s'est fracassé par terre. Δεν κατάλαβα ότι είχε ανοίξει η τσάντα μου και το τηλέφωνό μου έπεσε και έγινε κομμάτια. |
τρόπος που πέφτει, το πως πέφτειnom masculin (tissu : allure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'aime le reflet du satin, mais je préfère le tomber du velours. |
εφαρμόζωverbe intransitif (vêtements) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cette robe tombe très bien sur toi. Αυτό το φόρεμα σου πέφτει πολύ ωραία. |
πέφτωverbe intransitif (mourir) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il tomba sur le champ de baille, et mourut en héros. Έπεσε στη μάχη, πεθαίνοντας σαν ήρωας. |
τραυματίζομαι(être blessé au combat) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le soldat tomba et fut traité par les médecins. Ο στρατιώτης τραυματίστηκε και τον περιποιήθηκαν οι γιατροί. |
πέφτω(gouvernement) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le gouvernement est tombé à la suite d'un scandale. Η κυβέρνηση έπεσε μετά το σκάνδαλο. |
-verbe intransitif (devenir) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Elle est tombée malade. Αρρώστησε. |
εμπίπτω(être inclus) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Leur demande tombe dans le champ de notre projet. Το αίτημά τους εμπίπτει στον σκοπό του έργου μας. |
προσγειώνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le flocon de neige est tombé sur la voiture. Η νιφάδα προσγειώθηκε στο αμάξι. |
πέφτωverbe intransitif (υπό μορφή σταγόνας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pluie a continué à tomber du ciel. |
ρίχνω το δέρμαverbe intransitif (peau) (ερπετό, φίδι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La peau des serpents à sonnette tombe à peu près à cette époque alors il est possible que vous voyiez leur peau sur le sentier de randonnée. |
πέφτωverbe intransitif (se produire) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon anniversaire tombe un samedi cette année. L'élection tombe le jour de mon anniversaire. Τα γενέθλιά μου πέφτουν Σάββατο φέτος. Οι εκλογές πέφτουν ανήμερα των γενεθλίων μου. |
κρέμομαι(tissu,...) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κρέμομαι(γλώσσα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σωριάζομαι, πέφτω(cheveux) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο Νταν σωριάστηκε στην καρέκλα. |
κρέμομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Το πίσω μέρος του παντελονιού του Νέιθαν σακούλιαζε. |
πέφτω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pile de livres ne semblait pas bien stable. John les a à peine touchés qu'ils sont tombés par terre. // Elle a glissé sur une peau de banane et elle est tombée dans l'escalier. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η στοίβα με τα βιβλία δεν φαινόταν πολύ σταθερή· ο Τζον την σκούντηξε και αυτή έπεσε στο πάτωμα. |
πέφτωverbe intransitif (personne) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mike est tombé et s'est blessé le dos. Ο Μάικ έπεσε και χτύπησε την πλάτη του. |
πέφτω(température) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La température va tomber (or: chuter) au-dessous de zéro demain. Οι θερμοκρασίες θα πέσουν κάτω από το μηδέν αύριο. |
που γίνεται την κατάλληλη στιγμή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quand la voiture de la famille est tombée en panne, elle a pensé qu'elle serait bloquée pendant des heures, mais elle a été sauvée par l'arrivée opportune d'un mécanicien. Όταν το αυτοκίνητο της οικογένειας χάλασε, νόμιζαν ότι θα μείνουν εκεί για ώρες, αλλά σώθηκαν από την έγκαιρη άφιξη ενός μηχανικού. |
που ναυάγησε(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jasmine a encore foiré son année. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η συμφωνία ναυάγησε όταν είπε κάτι που τους πρόσβαλλε. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>(Base-ball, anglicisme) |
δίπλα στον τάφοlocution adverbiale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που κρέμεται, που έχει χαλαρώσει
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αχρηστευμένος(machine) (που δεν χρησιμοποιείται) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
έκπληκτος, κατάπληκτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Σας ευχαριστώ θερμά για τα πλουσιοπάροχα δώρα σας! Δεν έχω λόγια! |
θεόσταλτοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θεόσταλτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Après la longue sécheresse, les agriculteurs se sont réjouis de la pluie qui était comme un don tombé du ciel. |
που πέφτειlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Elle ressentit de la mélancolie en voyant par la fenêtre les feuilles qui tombaient. Ένιωσε μελαγχολικά καθώς χάζευε από τα παράθυρό της τα φύλλα που έπεφταν. |
θεόσταλτος(π.χ. θεόσταλτη ευκαιρία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στον τάφο, στο χώμαlocution adverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες(populaire) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Τα λεφτά δεν τα βρίσκουμε στον δρόμο.
|
λεηλάτηση τάφουnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ό,τι πρέπει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Une semaine de vacances au soleil, c'est exactement ce dont j'avais besoin. |
που δεν πιάνεται κορόιδο, που δεν είναι κορόιδοlocution verbale (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jack n'est pas né (or: tombé) d'hier : il n'est pas du genre à perdre son argent avec des jeux de cartes. |
τυμβωρύχος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
τυμβωρύχος
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tombé στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του tombé
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.