Τι σημαίνει το trabajando στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης trabajando στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trabajando στο ισπανικά.
Η λέξη trabajando στο ισπανικά σημαίνει εργάζομαι, τυλίγω, δουλεύω, διαμορφώνω, δουλεύω, προχωράω αργά αλλά σταθερά, εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληρά, εργάζομαι, δουλεύω, σφυροκοπώ, δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα, καλλιεργώ, δουλεύω, εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ, κρατάω, συγκεντρώνομαι, προσπαθώ, ιδρώνω για να κάνω κτ, πλακώνομαι σε κτ, ανίκανος για εργασία, που δεν είναι σε θέση να εργαστεί, όλο δουλειά, πιάνω δουλειά, ασκώ την ιατρική, αρχίζω τη δουλειά, κάνω υπερωρίες, δουλεύω υπερωρίες, εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ, συνεργάζομαι, δουλεύω σαν τρελός, δουλεύω σαν τρελός, είμαι πιστοποιημένος για να εργαστώ, βγάζω τα προς το ζην, συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειά, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, ξεκωλώνομαι στη δουλειά, παλεύω να κάνω κτ, αναθέτω μια εργασία σε κπ, κάνω μεγάλο κόπο, γίνομαι κομμάτια, εργάζομαι με συγκεκριμένη προθεσμία, εργάζομαι με πιεστική προθεσμία, καταβάλλω μεγαλύτερη προσπάθεια, εργάζομαι αργά το βράδυ, κάνω υπερωρίες, δουλεύω υπό πίεση, εργάζομαι υπό πίεση, προσέχω μωρό, κρατώ μωρό, εργάζομαι από το σπίτι, γυμνάζομαι υπερβολικά, ενώνω τις δυνάμεις μου, συνεργάζομαι, εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι, στρώνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, δουλεύω σκληρά, εργάζομαι στον τομέα, δουλεύω για, συνεργάζομαι, εργάζομαι για κτ, δουλεύω σκληρά, εργάζομαι σκληρά, μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαι, δουλεύω σκληρά, εργάζομαι πιο εντατικά, καλλιεργώ με μορτή, δουλεύω πάνω σε κάτι, προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου, υπερπροσπαθώ, επεξεργάζομαι, επίδομα που καταβάλλεται λόγω διαβίωσης σε ακριβή περιοχή, βάζω κπ να κάνει μια δουλειά, κάνω κπ να κάνει μια δουλειά, επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασία, έχω ως βάση, έχω ως έδρα, δουλεύω σκληρά για να κάνω κτ, δουλεύω σαν σκλάβος, δουλεύω σαν σκυλί, εργάζομαι ως προσωρινός υπάλληλος, εργάζομαι ως προσωρινή υπάλληλος, λουφάρω, δουλεύω για κπ, είμαι στέλεχος, ρίχνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά, επιμένω, εμμένω, ζω σε δικό μου χώρο, μένω σε δικό μου χώρο, δουλεύω σκληρά για κτ, εργάζομαι σκληρά για κτ, αναθέτω υπερβολικά πολλή δουλειά, χρησιμοποιώ, εκπαιδεύω με συραγωγέα, καταλήγω, το παρακάνω, δουλεύω ως DJ, συνεργάζομαι με κπ, δουλεύω υπερβολικά πολύ, πιέζω υπερβολικά, συνεργάζομαι, καλλιεργώ τη γη, προχωράω, κάνω, εργάζομαι ως παρκαδόρος, χρησιμοποιώ, κοπιάζω να κάνω κτ, κοπιάζω να πετύχω κτ, δουλεύω στο σπίτι, μοχθώ, κοπιάζω, σπάω την απεργία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης trabajando
εργάζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Trabaja en el banco. Δουλεύει στην τράπεζα. |
τυλίγωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trabajó el alambre para hacer un lazo. |
δουλεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tendremos que trabajar hasta tarde para terminar el proyecto. |
διαμορφώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El carpintero trabaja las piezas para hacer una mesa. |
δουλεύωverbo transitivo (agricultura) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El agricultor trabajaba la tierra. |
προχωράω αργά αλλά σταθερά(con dificultad) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργάζομαι σκληρά, δουλεύω σκληράverbo intransitivo Los campesinos medievales se pasaban toda la vida trabajando. Οι χωρικοί του Μεσαίωνα περνούσαν όλη τους τη ζωή μοχθώντας. |
εργάζομαι, δουλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Trabajé 15 horas hoy. Σήμερα δούλεψα 15 ώρες. |
σφυροκοπώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El herrero trabajó la herradura hasta darle forma. |
δουλεύω ασταμάτητα, εργάζομαι ασταμάτητα
|
καλλιεργώ(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trata de cultivar una actitud desapegada. Προσπάθησε να καλλιεργήσεις μια στάση αποστασιοποίησης. |
δουλεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Trabajó duro. Δούλευε μέχρι αργά τη νύχτα. |
εργάζομαι ως κτ, δουλεύω ως κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ahora trabajo como camarera en un bar pero me gustaría ser actriz. |
κρατάωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El jefe los hizo trabajara hasta tarde. |
συγκεντρώνομαι, προσπαθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si te aplicas triunfarás. Αν συγκεντρωθείς, θα επιτύχεις. |
ιδρώνω για να κάνω κτ(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλακώνομαι σε κτ(informal) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) Estoy dándole a este trabajo hace días pero parece que no avanzo. |
ανίκανος για εργασίαlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν είναι σε θέση να εργαστείlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όλο δουλειάlocución adverbial (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se dedica sólo a trabajar y no disfruta de la vida. |
πιάνω δουλειά(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Pongámonos manos a la obra en el jardín! El buen clima no va a durar para siempre. |
ασκώ την ιατρική
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi abuelo ejerció la medicina durante 35 años. |
αρχίζω τη δουλειάlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se puso a trabajar tan pronto le dieron la nueva tarea. |
κάνω υπερωρίες, δουλεύω υπερωρίεςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No voy a trabajar horas extra a menos que me paguen más por las horas. |
εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεργάζομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si trabajamos en equipo terminaremos antes. |
δουλεύω σαν τρελόςlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hemos trabajado como locos para cumplir con el casi imposible plazo de entrega que fijaste. |
δουλεύω σαν τρελόςlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estuvieron trabajando como enfermos, intentando acabar el inventario antes de que la tienda abriera en la mañana. |
είμαι πιστοποιημένος για να εργαστώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βγάζω τα προς το ζην
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Cómo se gana la vida? Τι δουλειά κάνει; |
συνεχίζω τη δουλειά, προχωράω τη δουλειάlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Basta de charla y pónganse a trabajar de una buena vez. |
επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασίαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Me tomo dos semanas de vacaciones, vuelvo a trabajar el 21. |
ξεκωλώνομαι στη δουλειάlocución verbal (αργκό, χυδαίο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παλεύω να κάνω κτlocución verbal (μτφ: προσπαθώ σκληρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναθέτω μια εργασία σε κπlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω μεγάλο κόπο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνομαι κομμάτια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργάζομαι με συγκεκριμένη προθεσμίαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εργάζομαι με πιεστική προθεσμίαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταβάλλω μεγαλύτερη προσπάθειαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργάζομαι αργά το βράδυ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω υπερωρίες
|
δουλεύω υπό πίεση, εργάζομαι υπό πίεσηlocución verbal (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσέχω μωρό, κρατώ μωρό
Paul y yo saldremos a cenar esta noche así que le pedimos a la tía que cuide a los niños. Όταν ήμουν έφηβη συχνά έκανα μπέμπι σίτινγκ για να κερδίσω χρήματα. |
εργάζομαι από το σπίτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γυμνάζομαι υπερβολικά
|
ενώνω τις δυνάμεις μουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Trabajemos hombro con hombro y conseguiremos terminar el trabajo. |
συνεργάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Acabaremos el trabajo más rápidamente si trabajamos conjuntamente. |
εργάζομαι από το σπίτι, δουλεύω από το σπίτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρώνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειάlocución verbal (CR, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mejor que te pongas a trabajar, si quieres terminar ese informa antes de las 5. |
δουλεύω σκληρά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando se estudia para los exámenes es importante trabajar duro. |
εργάζομαι στον τομέα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi esposo trabaja en contabilidad, y yo trabajo en servicios técnicos. Ο σύζυγός μου εργάζεται στο τομέα της λογιστικής και εγώ εργάζομαι στον τομέα της συντήρησης. |
δουλεύω για
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Trabajo para el Ministerio de Educación. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δουλεύω για την κυβέρνηση. |
συνεργάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Συνεργάζομαι με την ομάδα πωλήσεων. Παρακαλώ να συνεργαστείς με τους γείτονές σου για να μειώσετε την εγκληματικότητα στη γειτονιά. |
εργάζομαι για κτ
|
δουλεύω σκληρά, εργάζομαι σκληράlocución verbal |
μου βγαίνει το λάδι/η πίστη, δουλεύω σαν σκυλί, ξεθεώνομαιlocución verbal (figurado) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Trabajó como chino en su ensayo toda la semana, pero lo terminó a tiempo. Του βγήκε η πίστη με την εργασία όλη την εβδομάδα αλλά την ετοίμασε στην ώρα της. |
δουλεύω σκληράlocución verbal (πάνω σε κτ) |
εργάζομαι πιο εντατικά
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καλλιεργώ με μορτήlocución verbal (επίμορτη αγροληψία) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δουλεύω πάνω σε κάτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Realmente necesitas trabajar en controlar tu temperamento. Realmente necesito trabajar en mi paciencia. Πρέπει πραγματικά να δουλέψεις πάνω στο να συγκρατείς τα νεύρα σου. |
προσπαθώ, βάζω τα δυνατά μου
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estamos trabajando en encontrar formas para ser más respetuosos con el medio ambiente. |
υπερπροσπαθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επεξεργάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trabajé sobre mi presupuesto y decidí gastar menos. |
επίδομα που καταβάλλεται λόγω διαβίωσης σε ακριβή περιοχή
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) El salario de este puesto incluye un sobresueldo por trabajar en Londres. |
βάζω κπ να κάνει μια δουλειά, κάνω κπ να κάνει μια δουλειάlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El gerente lo puso a trabajar apenas llegó, estuvo todo el día archivando facturas. |
επιστρέφω στη δουλειά, επιστρέφω στην εργασίαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi hermana se retiró hace tres años, pero ha vuelto a trabajar. |
έχω ως βάση, έχω ως έδρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fernando trabaja en la oficina de la empresa en Sao Paulo. Ο Φερνάντο έχει ως βάση το γραφείο της εταιρείας στο Σάο Πάολο. |
δουλεύω σκληρά για να κάνω κτlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δουλεύω σαν σκλάβος, δουλεύω σαν σκυλί(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Janet trabajó como una esclava y sacó un sobresaliente. Η Τζάνετ δούλεψε σαν σκλάβος για την εργασία της και πήρε άριστα. |
εργάζομαι ως προσωρινός υπάλληλος, εργάζομαι ως προσωρινή υπάλληλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los estudiantes a menudo trabajan como empleados eventuales durante las vacaciones universitarias. |
λουφάρω(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dos vendedores decidieron faltar al trabajo hoy, así que estamos con menos empleados. |
δουλεύω για κπ
Tom trabaja para la Sra. Pritchard, haciendo trabajos de jardinería y arreglos. |
είμαι στέλεχος(με γενική: όχι για άτομο) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Trabajo con el equipo de ventas. Είμαι στέλεχος της ομάδας πωλήσεων. |
ρίχνομαι στη δουλειά, πέφτω με τα μούτρα στη δουλειάlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tengo que ponerme a trabajar y terminar de plantar las semillas. |
επιμένω, εμμένωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ζω σε δικό μου χώρο, μένω σε δικό μου χώρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La cuidadora de mi abuelo vive cama afuera, pero pasa 12 horas en su casa. |
δουλεύω σκληρά για κτ, εργάζομαι σκληρά για κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναθέτω υπερβολικά πολλή δουλειά(a alguien) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La fábrica hacía trabajar demasiado a sus empleados y les causaba lesiones debido a la fatiga. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tienes que trabajar con los materiales que tienes. |
εκπαιδεύω με συραγωγέαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Para asegurarme de que cabalgaría seguro, primero tenía que trabajar con cuerda a mi caballo. Προκειμένου να βεβαιωθώ πως θα είμαι ασφαλής πάνω στο άλογο, έπρεπε πρώτα να το εκπαιδεύσω με συραγωγέα. |
καταλήγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Aunque tenían puntos de vista diferentes, John y Sally trabajaron duro para llegar a un compromiso. Αν και είχαν διαφορετικές απόψεις, ο Τζον και η Σάλι κατέληξαν σε συμφωνία. |
το παρακάνω
|
δουλεύω ως DJ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sam es banquero, pero los fines de semana trabaja como DJ en un club. |
συνεργάζομαι με κπ
Παρακαλώ, συνεργαστείτε με τους γείτονές σας, προκειμένου να μειωθεί η εγκληματικότητα στη γειτονιά. |
δουλεύω υπερβολικά πολύlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La estudiante trabajó demasiado en el ensayo de modo que ya no tenía sentido. |
πιέζω υπερβολικά(μεταφορικά) |
συνεργάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ella es muy taimada y eso hace que sea difícil trabajar juntos. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η συμφωνία είναι άκυρη. Ο Τζον δε συνεργάζεται. |
καλλιεργώ τη γη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Su familia ha cultivado la tierra durante más de diez generaciones. Η οικογένειά της ασχολείται με την καλλιέργεια εδώ και τουλάχιστον δέκα γενιές. |
προχωράω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tengo un montón de trabajo para hacer, pero estoy trabajando sin prisa y sin pausa a un ritmo constante. El negocio está un poco lento ahora, pero seguimos trabajando sin prisa y sin pausa. |
κάνω(επάγγελμα, δουλειά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿A qué te dedicas? ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τι δουλειά κάνεις; |
εργάζομαι ως παρκαδόρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jim era aparcacoches en un restaurante. |
χρησιμοποιώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τα υλικά που έχεις. |
κοπιάζω να κάνω κτ, κοπιάζω να πετύχω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Todos los traductores trabajan para hacer el diccionario lo mejor posible. Όλοι οι μεταφραστές εργάζονται σκληρά για να κάνουν το λεξικό όσο καλύτερο γίνεται. |
δουλεύω στο σπίτι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Estoy tan ocupado en la oficina que estoy haciendo trabajo en casa para recuperar el tiempo. Έχω τόσο φόρτο εργασίας στο γραφείο, που άρχισα να παίρνω δουλειά στο σπίτι για να προλάβω. |
μοχθώ, κοπιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi padre pasó cuarenta años trabajando duro para darle a su familia una vida decente. |
σπάω την απεργίαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trabajando στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του trabajando
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.