Τι σημαίνει το trading στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης trading στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trading στο Αγγλικά.

Η λέξη trading στο Αγγλικά σημαίνει συναλλαγή, επενδύσεις, εμπόριο, χώρος, τέχνη, χειρωνακτική εργασία, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, ανταλλάσσω, ανταλλάζω, δραστηριοποιούμαι, συναλλάσσομαι με κπ/κτ, ανταλλάσσω κτ με κπ, είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια, ανταλλαγή, πελάτης, του χώρου, συντεχνία, επαγγελματικός, αληγείς άνεμοι, εμπορεύομαι, εμπορεύομαι, παζάρια, αθέμιτη χρηματιστηριακή εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών, δουλεμπόριο, αίθουσα συναλλαγών, εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία, έθνος με μεγάλο όγκο διεθνών εμπορικών συναλλαγών, κατάστημα σε ερημική περιοχή, εμπορική οδός, Υπηρεσία Εμπορικών Προτύπων, εμπόριο σε εθελοντική βάση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης trading

συναλλαγή

noun (exchange) (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The market had been open for an hour and trading was brisk.
Η αγορά είχε ανοίξει εδώ και μια ώρα και οι συναλλαγές ήταν καλές.

επενδύσεις

noun (finance)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Dave decided on a career in trading.

εμπόριο

noun (commerce)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
International trade has been increasing over the last few years.
Το διεθνές εμπόριο έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.

χώρος

noun (profession) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's one of the best doctors in the trade.
Είναι ένας από τους καλύτερους γιατρούς στον χώρο.

τέχνη

noun (handicraft)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The printer's trade has changed since the days of metal type.
Η τέχνη της τυπογραφίας έχει αλλάξει από την εποχή των κινητών μεταλλικών στοιχείων.

χειρωνακτική εργασία

plural noun (business: manual work)

After completing an apprenticeship, he got a job in the trades.

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

transitive verb (mainly US (swap: exchange)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Want to trade baseball cards with me?
Θέλεις να ανταλλάξουμε κάρτες του μπείζμπολ;

ανταλλάσσω, ανταλλάζω

(mainly US (swap: exchange [sth] for [sth] else) (κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He traded his bar of chocolate for her biscuit.
Αντάλλαξε τη σοκολάτα του με το μπισκότο της.

δραστηριοποιούμαι

intransitive verb (do business)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Our company has been trading for over fifty years.
Η εταιρεία μας λειτουργεί πάνω από πενήντα χρόνια.

συναλλάσσομαι με κπ/κτ

(do business with)

I trade with him from time to time.
Κάνω δουλειές μαζί του κατά καιρούς.

ανταλλάσσω κτ με κπ

(informal (exchange or swop [sth] with)

Jack traded the cow with a merchant for a handful of beans.
Ο Τζακ αντάλλαξε με τον έμπορο την αγελάδα για μια χούφτα φασόλια.

είμαι χρηματιστής, είμαι χρηματίστρια

intransitive verb (deal in the stock market) (επαγγελματίας)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
What does he do in the city? Does he trade?
Τι κάνει στην πόλη; Είναι χρηματιστής;

ανταλλαγή

noun (informal (exchange)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I like your coat. Do you want to do a trade for my new skirt?
Μου αρέσει το παλτό σου. Τι θα έλεγες για μια ανταλλαγή με την καινούρια φούστα μου;

πελάτης

noun (customers)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Let them have the table cheap. They are good trade.

του χώρου

noun (informal (people involved in a trade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We sell wholesale to them because they are trade.

συντεχνία

noun as adjective (professional) (επαγγελματικός κλάδος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The trade magazine was read by everybody in the industry.
Όλοι στο επάγγελμα διάβαζαν το περιοδικό της συντεχνίας.

επαγγελματικός

noun as adjective (business to business)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
This is a trade newsletter, which we send to similar businesses.

αληγείς άνεμοι

plural noun (trade winds)

The trades usually helped the merchant ships to sail faster.

εμπορεύομαι

(sell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This company trades in industrial machinery.

εμπορεύομαι

transitive verb (buy and sell)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This shop trades second-hand video games.

παζάρια

noun (figurative, informal (bargaining) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The lawyers engaged in horse trading before they reached a final agreement.

αθέμιτη χρηματιστηριακή εκμετάλλευση εμπιστευτικών πληροφοριών

noun (illegal stock market activity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Martha Stewart served jail time for insider trading.

δουλεμπόριο

noun (trafficking in people)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
It's unfortunately true that slave trading is still practised today in some parts of the world.

αίθουσα συναλλαγών

noun (stock exchange: room where trading is done) (σε χρηματιστήριο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
They're saying on the trading floor that the stock market is going to crash. The trading floor at the New York Stock Exchange is a madhouse all day long.

εμπορική ονομασία, εμπορική επωνυμία

noun (title of a commercial business)

έθνος με μεγάλο όγκο διεθνών εμπορικών συναλλαγών

noun (does a lot of international trade)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κατάστημα σε ερημική περιοχή

noun (store in unsettled region)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορική οδός

noun (goods transport)

Υπηρεσία Εμπορικών Προτύπων

plural noun (UK (consumer organization) (Ηνωμένο Βασίλειο)

εμπόριο σε εθελοντική βάση

noun (independent commercial arrangement)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trading στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του trading

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.