Τι σημαίνει το traînant στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης traînant στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του traînant στο Γαλλικά.
Η λέξη traînant στο Γαλλικά σημαίνει που σέρνεται, αργόσυρτος, τριγυρίζω, περιφέρομαι, περπατάω αργά, πηγαίνω αργά, ακολουθώ, σέρνομαι, κάθομαι, χαζολογάω, χαζολογώ, χασομεράω, χασομερώ, -, τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζω, συνοδεύω, κάθομαι, κείτομαι άσκοπα, χαζολογάω, χαζολογώ, σέρνω, σύρω, σέρνω μαζί,κουβαλάω, κουβαλάω, σέρνομαι, τεμπελιάζω, χαζολογάω, χαζολογώ, τριγυρίζω, περιφέρομαι, εξασθενώ, πάω χαμένος, χρονοτριβώ, χασομερώ, κινούμαι αργά και με προσπάθεια, σέρνομαι, χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου, βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι, χασομερώ, χαζολογάω, σέρνομαι, κυκλοφορώ, σέρνω, -, εκτείνομαι, επεκτείνομαι, βολτάρω, χαζολογώ, χασομερώ, χαζολογώ, χασομερώ, περιπλανιέμαι άσκοπα, σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώ, βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι, σέρνω, κάθομαι, αράζω, κάθομαι, καθυστερώ, χρονοτριβώ, τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζω, χαζεύω, χαζολογώ, χαζολογάω, χαζολογώ, φέρνω, αράζω, περιφέρομαι άσκοπα, παίρνω ώρα, χρονοτριβώ, είμαι αργόσχολος, τριγυρνώ, κάθομαι, κοπροσκυλιάζω, σέρνω, τραβάω, τραβώ, κρέμομαι, σέρνω, σύρω, χασομερώ, χαζολογώ, αράζω, βρίσκομαι, σέρνω τα πόδια μου, περπατώ αργά, σέρνομαι, απομακρύνω, απομακρύνομαι, σύρσιμο των ποδιών, σέρνομαι, σύρσιμο των ποδιών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης traînant
που σέρνεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La jupe traînante de la robe de Karen ramassait toute la poussière derrière elle. |
αργόσυρτοςadjectif (pas, démarche,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τριγυρίζω, περιφέρομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y a toujours des jeunes qui traînent en bas de l'immeuble. |
περπατάω αργά, πηγαίνω αργά
|
ακολουθώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Randall traînait à cause de son pied blessé, et ne pouvait pas suivre le groupe. |
σέρνομαιverbe intransitif (agir avec lenteur) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Elle n'avait envie de rien faire alors elle a traîné toute la journée. |
κάθομαι(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Pourquoi tu ne viens pas à la maison pour traîner un peu ? Γιατί δεν έρχεσαι απ' το σπίτι μου ν' αράξουμε λίγο; |
χαζολογάω, χαζολογώ, χασομεράω, χασομερώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne peux pas traîner, à regarder la télé : je dois travailler. L'élève paresseux traînait au lieu de faire ses devoirs. |
-verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) C'est embêtant quand les jeunes traînent à l'arrêt de bus et intimident les clients. Είναι ενοχλητικό όταν οι νεαροί κάθονται στη στάση και τρομάζουν τους πελάτες. |
τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le samedi, j'aime bien traîner à la maison plutôt que sortir. |
συνοδεύωverbe intransitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάθομαιverbe intransitif (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κείτομαι άσκοπαverbe intransitif |
χαζολογάω, χαζολογώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σέρνω, σύρωverbe transitif (tirer sur le sol) (κυριολεξία, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cynthia a traîné l'énorme chaise jusque dans sa chambre. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έσουρε το μπαούλο στην άκρη. |
σέρνω μαζί,κουβαλάωverbe transitif (figuré) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si tu traînes ton fils à l'église, il va t'en vouloir. |
κουβαλάωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σέρνομαιverbe intransitif (toucher le sol) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je ne savais pas que mon écharpe traînait par terre. Maintenant, elle est sale. Δεν ήξερα πως το κασκόλ μου σερνόταν στο πάτωμα. Τώρα είναι μέσα στη βρώμα! |
τεμπελιάζω, χαζολογάω, χαζολογώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Amy a traîné toute la journée. Η Έιμι τεμπέλιαζε όλη μέρα. |
τριγυρίζω, περιφέρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Après les cours, rentre directement à la maison et ne traîne pas ! |
εξασθενώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πάω χαμένος(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρονοτριβώ, χασομερώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Au lieu de faire ses devoirs, Dan traînait et attendait jusqu'à la dernière minute. Αντί να κάνει τα μαθήματά του ο Νταν χασομερούσε και περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή. |
κινούμαι αργά και με προσπάθεια, σέρνομαιverbe intransitif (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le projet a rencontré des difficultés inattendues et il traîne en ce moment. |
χάνω την ώρα μου, χάνω το χρόνο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mon mari traîne dans le garage, je n'ai pas la moindre idée de ce qu'il y fabrique. Ο σύζυγός μου χάνει την ώρα του στο γκαράζ - Δεν έχω ιδέα τι κάνει εκεί μέσα. |
βρίσκομαι, υπάρχω, είμαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quel dommage, tous ces livres qui traînent au grenier et que personne ne lit ! |
χασομερώ, χαζολογάωverbe intransitif (familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le patron n'aime pas que les gens traînent quand ils devraient travailler. Στο αφεντικό δεν αρέσει να χασομερούν οι υπάλληλοι, ενώ θα έπρεπε να δουλεύουν. |
σέρνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La jupe de la robe de Sally traînait par terre. Ο ποδόγυρος του μακριού φουστανιού της Σάλι σερνόταν στο πάτωμα. |
κυκλοφορώverbe intransitif (virus) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il y a une méchante épidémie de grippe qui traîne. Κυκλοφορεί μια άσχημη γρίπη. |
σέρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'avion traînait une large banderole. Το αεροπλάνο έσερνε ένα μεγάλο πανό. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il traîne avec les mauvaises personnes. Κάνει παρέα με λάθος άτομα. |
εκτείνομαι, επεκτείνομαι(par terre) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le tuyau d'arrosage traînait du devant du jardin jusqu'à l'arrière. |
βολτάρω(familier) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαζολογώ, χασομερώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαζολογώ, χασομερώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιπλανιέμαι άσκοπαverbe intransitif |
σέρνω, κουβαλάω, κουβαλώverbe transitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βρίσκομαι, υπάρχω, είμαι(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu as dit que tu tondrais la pelouse mais tu n'as fait que flemmarder aujourd'hui. L'adolescent a choisi de passer la plus grande partie de la journée à flemmarder. |
σέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paul tira un cerf qu'il avait abattu jusqu'à son camion. Ο Πωλ έσυρε ένα ελάφι που σκότωσε στο φορτηγό του. |
κάθομαι, αράζω(familier) (ανεπίσημο, αποδοκιμασίας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάθομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous allons attendre ici jusqu'à ce que le groupe arrive. |
καθυστερώ, χρονοτριβώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τεμπελιάζω, κοπροσκυλιάζωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαζεύω, χαζολογώ(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Arrête de traînasser et mets-toi au boulot ! |
χαζολογάω, χαζολογώ(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Άρχισε να χαζολογάει λύνοντας σταυρόλεξα, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι τα Αγγλικά του βελτιώθηκαν. |
φέρνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αράζω(familier) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιφέρομαι άσκοπαverbe intransitif (familier) |
παίρνω ώρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) D'accord, je vais t'aider. Tu penses que ça prendra longtemps ? |
χρονοτριβώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
είμαι αργόσχολοςverbe transitif (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
τριγυρνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάθομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κοπροσκυλιάζω(faire n'importe quoi) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Travaille un peu au lieu de faire l'imbécile. |
σέρνω, τραβάω, τραβώverbe transitif (δεν το σηκώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan traînait son sac à dos lourd partout où il allait. |
κρέμομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σέρνω, σύρωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) On va pousser (or: traîner) cette lourde étagère au lieu de la porter. |
χασομερώ, χαζολογώverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Jim a paressé toute la journée au lieu de travailler. |
αράζωverbe intransitif (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
βρίσκομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σέρνω τα πόδια μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
περπατώ αργά
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σέρνομαιverbe pronominal (μτφ: σέρνω τα πόδια μου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομακρύνομαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
σύρσιμο των ποδιών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le vieil homme est parti en traînant les pieds. |
σέρνομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'homme blessé quitta la pièce en traînant les pieds. |
σύρσιμο των ποδιών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vieille dame traversait la rue d'un pas traînant (or: en traînant les pieds). Η ηλικιωμένη κυρία διέσχισε τον δρόμο με ένα σύρσιμο των ποδιών της. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του traînant στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του traînant
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.