Τι σημαίνει το tramite στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tramite στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tramite στο Ιταλικό.

Η λέξη tramite στο Ιταλικό σημαίνει μέσω, μεσάζων, μεσάζοντας, σκαλοπάτι, μέσω, με το να, μέσω, μέσω, μέσω, ρίχνω κτ στάγδην, χυτός, χωνευτός, που μπορεί να γεφυρωθεί, τροφιμογενής, με αεροπορικό ταχυδρομείο, με εικόνες, αναγνώριση δακτυλικών αποτυπωμάτων, μόνωση με αφρό, μοχλευμένη εξαγορά, μετάδοση μέσω σταγονιδίων, διάχυση του πλούτου προς τα κάτω μέσω των μηχανισμών της αγοράς, συνεργάζομαι με κπ, χρησιμοποιώ φωτοχάραξη, σβήνω κπ/κτ με σπρέι, από στόμα σε στόμα, ψηφοφορία, ταξίδι με λεωφορείο, μετακίνηση με λεωφορείο, αναγνώριση γενετικής ταυτότητας, χειριστής υπολογιστή, χειρίστρια υπολογιστή, από στόµα σε στόµα, διαφημίζω, δημοσιοποιώ με εγκύκλιο, διαβάζω τα χείλη κπ για να καταλάβω κτ, αποστέλλω μέσω πρωτοκόλλου μεταφοράς αρχείου, αποκτώ κτ με το γάμο μου, στέλνω με κούριερ, στέλνω κτ με κούριερ σε κπ, στέλνω προσωπικό μήνυμα σε κπ, στέλνω mail, στέλνω email, με τον οποίο/την οποία/το οποίο, κάνω μια ευχή σε κτ, διανέμω κτ μέσω δικτύου, γνωστοποιώ, κοινοποιώ, λιθογραφώ, ψηφίζω την απομάκρυνση κπ, ψηφίζω να φύγει κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tramite

μέσω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Le condizioni ambientali all'interno dell'aereo sono mantenute stabili mediante la pressurizzazione.

μεσάζων, μεσάζοντας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Egli agiva da tramite fra il governo e i trafficanti di armi.

σκαλοπάτι

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Considero questo lavoro come un tramite per arrivare a una posizione dirigenziale.

μέσω

preposizione o locuzione preposizionale (με γενική)

Non puoi semplicemente inviarlo via e-mail?
Δεν μπορείς απλά να το στείλεις με email;

με το να

preposizione o locuzione preposizionale (σπάνιο)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Grazie alla rapidità con cui terminò i compiti, poté andare ad incontrare i suoi amici.
Με το να κάνει τα μαθήματά της νωρίς, είχε τη δυνατότητα να κάνει παρέα με τους φίλους της.

μέσω

preposizione o locuzione preposizionale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I fertilizzanti arrivano alla baia tramite i detriti portati dal temporale.

μέσω

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha volato da Khartoum a Kathmandu passando per Dubai.
Πέταξε από το Χαρτούμ στο Κατμαντού μέσω Ντουμπάι.

μέσω

(με γενική)

Aveva già appreso la notizia tramite i suoi compagni di corso.
Είχε ακούσει ήδη τα νέα από τους συμμαθητές της.

ρίχνω κτ στάγδην

Questo componente versa il lubrificante all'interno del meccanismo.

χυτός, χωνευτός

(μεταλλουργία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που μπορεί να γεφυρωθεί

(κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τροφιμογενής

aggettivo (από μολυσμένα τρόφιμα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με αεροπορικό ταχυδρομείο

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La spedizione avverrà via posta aerea.

με εικόνες

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αναγνώριση δακτυλικών αποτυπωμάτων

sostantivo femminile (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il sospetto fu portato alla stazione di polizia per l'identificazione tramite impronte digitali.

μόνωση με αφρό

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοχλευμένη εξαγορά

sostantivo femminile (di società)

μετάδοση μέσω σταγονιδίων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διάχυση του πλούτου προς τα κάτω μέσω των μηχανισμών της αγοράς

(economia)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gli economisti liberali sostengono che se si permette ai ceti più abbienti di diventare molto ricchi, per l'effetto a cascata ne beneficeranno anche le classi inferiori e tutti saranno più ricchi.

συνεργάζομαι με κπ

La polizia britannica sta collaborando con la controparte in Francia per risolvere il crimine.

χρησιμοποιώ φωτοχάραξη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σβήνω κπ/κτ με σπρέι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

από στόμα σε στόμα

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ψηφοφορία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I membri del consiglio vengono scelti con una nomina tramite voto.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου επιλέγονται με ψηφοφορία.

ταξίδι με λεωφορείο, μετακίνηση με λεωφορείο

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναγνώριση γενετικής ταυτότητας

sostantivo femminile (DNA, ecc.) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La squadra forense usa l'identificazione tramite impronta genetica per trovare gli indizi riguardo al colpevole.

χειριστής υπολογιστή, χειρίστρια υπολογιστή

(computer)

από στόµα σε στόµα

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pubblicità tramite passaparola non è sempre affidabile.
Η διαφήμιση από στόμα σε στόμα δεν είναι πάντα αξιόπιστη.

διαφημίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda era in difficoltà col pagamento del mutuo, perciò decise di cercare un inquilino tramite annuncio.

δημοσιοποιώ με εγκύκλιο

verbo transitivo o transitivo pronominale (επίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαβάζω τα χείλη κπ για να καταλάβω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli studenti capirono le istruzioni del professore tramite il labiale.

αποστέλλω μέσω πρωτοκόλλου μεταφοράς αρχείου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκτώ κτ με το γάμο μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
William ha acquisito ricchezza e privilegi tramite matrimonio.
Με τον γάμο του ο Γουίλιαμ απέκτησε πλούτη και πολλά προνόμια.

στέλνω με κούριερ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il nostro cliente aveva immediato bisogno dei disegni, quindi li abbiamo inviati al suo ufficio tramite corriere.
Ο πελάτης μας χρειαζόταν αμέσως τα σχέδια και έτσι τα στείλαμε με κούριερ στο γραφείο του.

στέλνω κτ με κούριερ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se ha immediatamente bisogno di una copia firmata, la nostra azienda gliela invierà tramite corriere.

στέλνω προσωπικό μήνυμα σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στέλνω mail, στέλνω email

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Io preferisco parlare al telefono ma molte persone mandano solo mail.
Εγώ προτιμώ να μιλώ στο τηλέφωνο, αλλά πολλοί απλά στέλνουν email.

με τον οποίο/την οποία/το οποίο

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

κάνω μια ευχή σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Audrey guardò in alto verso il cielo notturno ed espresse un desiderio tramite una stella affinché tutti i suoi sogni si avverassero.

διανέμω κτ μέσω δικτύου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γνωστοποιώ, κοινοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le autorità hanno comunicato l'avviso tramite bollettino su tutte le stazioni TV e radio.

λιθογραφώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψηφίζω την απομάκρυνση κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: rimuovere)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψηφίζω να φύγει κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (TV, ecc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tramite στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.