Τι σημαίνει το tratarse στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tratarse στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tratarse στο ισπανικά.
Η λέξη tratarse στο ισπανικά σημαίνει αντιμετωπίζω, αφορώ, αναλύω, συζητώ, εφαρμόζω, αντιμετωπίζω, προσπαθώ, επεξεργάζομαι, επεξεργάζομαι, γιατρεύω, καλύπτω, κάνω μια προσπάθεια σε κτ, χειρίζομαι, φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπ, περιποιούμαι, φροντίζω, θεραπεύω κτ με κτ, συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτ, που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα, αδιαφορώ για κπ/κτ, ψάχνω, επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, κακομεταχειρίζομαι, αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ, κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, επιχειρώ, δοκιμάζω, ξεπετάω, προσπαθώ να κάνω κτ, καλός, ασχολούμαι με κτ, προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω, θίγω, οι τρόποι κπ, επείγον επαγγελματικό θέμα, αποφασισμένος, διευθύνω με το μαστίγιο, μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντι, συζητάω, συζητώ, δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλι, ζητώ εκδίκηση, πιάνω κτ προσεκτικά, αγνοώ, το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό, δοκιμάζω, δυσκολεύω, φέρομαι άσχημα σε κπ, μιλάω πατροναριστικά σε κπ, πατρονάρω, χορηγώ φάρμακα, δίνω φάρμακα, αδιαφορώ, περιφρονώ, εμπορευματοποιώ, θεωρώ κτ παθολογικό, φέρομαι σκληρά σε κπ, κάνω δίαιτα, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με, ασχολούμαι με κτ, επαναφέρω, επαναθίγω, λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκω, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, προσπαθώ, ρίχνω σε κτ/κπ, πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω, πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμα, κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, πείθω, είμαι λιγότερο αυστηρός με κπ, πατάω, προσπαθώ να πουλήσω, προσπαθώ να λανσάρω, την πέφτω σε κπ, αφουγκράζομαι, παλεύω με κτ, κακομεταχειρίζομαι, παρέχω συμβουλευτική, παρέχω συμβουλευτική υποστήριξη, αφορώ, παίζω με κπ, επιζητώ, γκρίνια, κακός, συμπεριφορά, δρω απερίσκεπτα, δρω αμελώς, νταντεύω, επιχειρώ να φτάσω, αποκαλώ κύριο, λέω κύριο, επεξεργάζομαι κτ με υδροκυάνιο, κουράρω, επεξεργάζομαι με νιτρικό άλας, κακομεταχειρίζομαι, εκμεταλλεύομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tratarse
αντιμετωπίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trató la situación como si nada hubiera pasado. Αντιμετώπισε την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτα. |
αφορώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este libro trata la historia. Αυτό το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία. |
αναλύω, συζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El artículo ni siquiera trató el tema principal. |
εφαρμόζωverbo transitivo (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trató la mesa con una solución de limpieza protectora. Άλειψε το τραπέζι με ένα προστατευτικό καθαριστικό διάλυμα. |
αντιμετωπίζω(λύνω πρόβλημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesitamos abordar el problema del ausentismo. Πρέπει να θέσουμε επί τάπητος το πρόβλημα των συνεχών αδικαιολόγητων απουσιών. |
προσπαθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Parece inútil, pero igual creo que debemos tratar. |
επεξεργάζομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos que tratarlo con una solución química para conseguir que cambie de color. |
επεξεργάζομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trata la madera para obtener carbón para cocinar. |
γιατρεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Trató al paciente hasta que recuperó la salud. |
καλύπτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Esta revista trata temas actuales sobre educación. |
κάνω μια προσπάθεια σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Intentó tener éxito en las audiciones, pero falló. |
χειρίζομαι(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella se encargaba de las finanzas de la familia. Χειρίζεται (or: διαχειρίζεται) όλα τα οικονομικά της οικογένειας. |
φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπ(persona) La trata mal. Της φέρεται (or: συμπεριφέρεται) άσχημα. |
περιποιούμαι, φροντίζω(médico) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El doctor trató al paciente. Ο γιατρός περιποιήθηκε τον ασθενή. |
θεραπεύω κτ με κτ
Los dolores de cabeza a menudo se tratan con aspirina. Οι πονοκέφαλοι αντιμετωπίζονται συχνά με ασπιρίνη. |
συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτlocución verbal Debes tratar a las personas mayores con respeto. Στους ηλικιωμένους αξίζει να τους φερόμαστε με σεβασμό. |
που δεν πρέπει να τον πάρεις αψήφιστα(figurado, coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando Ángela se enoja, se convierte en un demonio. |
αδιαφορώ για κπ/κτ(figurado) Ese niño pisotea a sus padres. El jefe pisoteó todas las sugerencias de Paige. |
ψάχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Como el tiempo pasaba y Audrey no encontraba sus gafas, empezó a buscar desesperadamente. |
επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω(κάτι, να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Intentaré hablar con él el lunes. Θα επιχειρήσω να του μιλήσω τη Δευτέρα. |
κακομεταχειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los vecinos no podían creer que hubiera maltratado tanto a sus hijos. Οι γείτονες δε μπορούσαν να πιστέψουν ότι κακομεταχειριζόταν τόσο πολύ τα παιδιά της. |
αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de mudarse a una nueva ciudad, decidió buscar personas con ideas afines. Όταν μετακόμισε σε καινούρια πόλη αποφάσισε να αναζητήσει ομοϊδεάτες της. |
κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El libro quedó muy maltratado por uno de los usuarios. |
επιχειρώ, δοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estamos intentando algo que nunca fue hecho antes. Επιχειρούμε (or: Δοκιμάζουμε) κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ. |
ξεπετάω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tendremos que hacer que la prensa disimule algunos de los peores asuntos. |
προσπαθώ να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No intentes hacerlo cambiar de opinión; te arrepentirás. Μην προσπαθήσεις να του αλλάξεις γνώμη, θα το μετανιώσεις. |
καλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La vida no ha sido amable con ella. Mira, he sido amable contigo hasta ahora, pero necesitas empezar a trabajar más duro. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το αφεντικό δεν της φέρθηκε καλά, παρά την αφοσίωση που έδειξε τόσα χρόνια. |
ασχολούμαι με κτ
El artículo examina las semejanzas entre las obras de estos dos filósofos. |
προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nancy manoteó la punta de la cuerda, pero no consiguió agarrarla. |
θίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este artículo no toca los problemas de Sudán. |
οι τρόποι κπ(MX) Οι τρόπου του οικογενειακού μας γιατρού είναι υπέροχοι, είναι πάντα φιλικός, ενδιαφέρεται και μας καθησυχάζει. |
επείγον επαγγελματικό θέμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ya hemos divagado demasiado, volvamos al tema por tratar. |
αποφασισμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Con todo su consumo de drogas, algunas celebridades parecen tener el propósito de autodestruirse. Κάποιοι διάσημοι παίρνουν τόσα ναρκωτικά που φαίνεται να είναι αποφασισμένοι να οδηγηθούν στην αυτοκαταστροφή. Ο Τζον δουλεύει υπερωρίες. Είναι αποφασισμένος να γίνει εκατομμυριούχος πριν γίνει 30. |
διευθύνω με το μαστίγιο(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sus empleados perezosos nunca cambiarán a menos que empiecen a tratarlos con mano dura. Οι τεμπέληδες υπάλληλοί σου δε θα αλλάξουν ποτέ, εκτός αν αρχίσεις να τους διευθύνεις με το μαστίγιο. |
μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντιlocución verbal (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Está teniendo un día difícil así que trátalo con guantes de terciopelo. |
συζητάω, συζητώlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tenemos que tratar el tema de dónde ir de vacaciones este año. |
δοκιμάζω ξανά, δοκιμάζω πάλι, προσπαθώ ξανά, προσπαθώ πάλιlocución verbal |
ζητώ εκδίκησηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Seguramente tratará de vengarse, tenlo vigilado. |
πιάνω κτ προσεκτικάexpresión Es un florero muy antiguo. Trátalo con cuidado. |
αγνοώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Desde que la ascendieron, nos trata con prepotencia. |
δοκιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δυσκολεύωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me lo hicieron pasar mal durante la entrevista. |
φέρομαι άσχημα σε κπ(AR, coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μιλάω πατροναριστικά σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Odio cuando mis maestros me hablan con altanería. |
πατρονάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry se cree mucho mejor que Imogen; siempre la trata con condescendencia. |
χορηγώ φάρμακα, δίνω φάρμακα(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Debes medicar la faringitis estreptocócica, no se cura sola. |
αδιαφορώ, περιφρονώ(coloquial) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμπορευματοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θεωρώ κτ παθολογικόlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φέρομαι σκληρά σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La profesora trataba mal a los alumnos cuando les gritaba por hablar durante la clase. |
κάνω δίαιτα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No quiero que te juntes con él; no es bueno para ti. Δε θέλω να τον συναναστρέφεσαι. Δεν είναι καλός για σένα. |
ασχολούμαι με κτ
|
επαναφέρω, επαναθίγω(un tema) (θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λύνω διαφωνία μέσω συζήτησης, τα βρίσκω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tenemos que hablar acerca de tu novia. |
δέρνω, χτυπάω, χτυπώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσπαθώ(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me esfuerzo por hacer lo mejor. Προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. |
ρίχνω σε κτ/κπ
Cuando veas que tu blanco se aproxima, apunta tu arma y trata de acertar. Traté de acertar el ciervo, pero fallé. |
πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω(να κάνω κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Siempre trato de hacer todo lo que hago lo mejor posible. |
πασχίζω, προσπαθώ, μοχθώ χωρίς αποτέλεσμαlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estoy tratando de no hundirme porque no sé cómo mejorar. Προσπαθούμε μέχρι να βελτιωθεί η ισοτιμία Ευρώ - Λίρας. Απλά προσπαθώ γιατί δεν ξέρω πως να κάνω πρόοδο. |
κακομεταχειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La celosa esposa trató mal a la nueva ama de llaves. |
κακοποιώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πείθωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike no quiere venir con nosotros, pero estoy tratando de convencerle. Mi marido no dejará que mi hija use barniz de uñas, pero estoy tratando de convencerle. Ο Μάικ δε θέλει να έρθει μαζί μας αλλά θα τον πείσω. Ο σύζυγός μου δεν αφήνει την κόρη μου να χρησιμοποιήσει βερνίκι νυχιών αλλά θα τον πείσω. |
είμαι λιγότερο αυστηρός με κπlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Es posible que si la tratas mejor, la niña se comporte mejor. |
πατάω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tu ingenua forma de mostrarte amigable provoca que te pisoteen en el trabajo. Η αθώα φιλική σου διάθεση κάνει τους άλλους να σε εκμεταλλεύονται στην δουλειά. |
προσπαθώ να πουλήσω, προσπαθώ να λανσάρωlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ella está en Nueva York tratando de vender su nueva novela. |
την πέφτω σε κπ(coloquial) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφουγκράζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Estaban a la escucha de cualquier sonido procedente de la mina. Αφουγκράστηκαν για τυχόν ήχους από το ορυχείο. |
παλεύω με κτ(figurado) (μεταφορικά) Todavía está luchando con los verbos irregulares del francés. Ακόμη παλεύει με τα ανώμαλα ρήματα της γαλλικής. |
κακομεταχειρίζομαι(coloquial) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi antiguo jefe siempre me trataba a patadas. Το παλιό μου αφεντικό πάντα με κακομεταχειριζόταν. |
παρέχω συμβουλευτική, παρέχω συμβουλευτική υποστήριξη(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Había profesionales cualificados para atender a las víctimas de la tragedia. Εκπαιδευμένοι επαγγελματίες ήταν διαθέσιμοι για να παράσχουν συμβουλευτική υποστήριξη στα θύματα της τραγωδίας. Η αδελφή μου παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη σε παιδιά που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο σχολείο. |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi presentación es (or:trata) sobre los efectos del alcohol. |
παίζω με κπlocución verbal (μεταφορικά, καθομ) Si fuera tú, no la trataría a la ligera. Tiene un temperamento muy desagradable. Δεν θα έπαιζα μαζί της στη θέση σου. Είναι πολύ οξύθυμη. |
επιζητώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella trataba de obtener fama incursionando en la actuación. Επεδίωκε να γίνει διάσημη προσπαθώντας να γίνει ηθοποιός. |
γκρίνια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ella olvidó su cumpleaños y él respondió con mal trato. Ξέχασε τα γενέθλιά του και την άρχισε στην γκρίνια. |
κακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Odio ver a la gente tratar mal a sus animales. |
συμπεριφοράnombre femenino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Su forma de tratar a ese perro es inaceptable. Η συμπεριφορά σου προς αυτό το σκυλί είναι απαράδεκτη. |
δρω απερίσκεπτα, δρω αμελώςlocución verbal |
νταντεύω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deja de tratarme maternalmente. Eres mi novia, no mi mamá. Σταμάτα να με νταντεύεις. Είσαι η κοπέλα μου, όχι η μαμά μου. |
επιχειρώ να φτάσωlocución verbal (procurar) (κάπου/σε κάποιο μέρος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Por la mañana ellos trataron de alcanzar la cima del Matterhorn. |
αποκαλώ κύριο, λέω κύριο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡No me digas señor! No soy tan viejo. Μη μου μιλάς στον πληθυντικό! Δεν είμαι και τόσο μεγάλος. |
επεξεργάζομαι κτ με υδροκυάνιοlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουράρω(παλαιό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επεξεργάζομαι με νιτρικό άλαςlocución verbal (χημεία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κακομεταχειρίζομαι, εκμεταλλεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tratarse στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του tratarse
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.